Τεκμήρια ::  Περιοχή : Κύπρος

Τεκμήρια :

( 37 )

Κινούμενες εικόνες  

( 64 )

Εικόνες  

( 46 )

Ηχογραφήματα  

( 13 )

Κείμενα


Κείμενο : 3 Ερωτήματα και σχόλια για τις κυπριακές φορεσιές του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου και για δύο σχετικά βιβλία.
Πηγή : /P051-10 , Ευρετήριο : O-5D3DE89E

Κωνσταντίνος Γρουτίδης

Ερωτήματα και σχόλια για τις κυπριακές φορεσιές του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου και για δύο σχετικά βιβλία.


Γρουτίδης, Κωνσταντίνος: "Ερωτήματα και σχόλια για τις κυπριακές φορεσιές του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου και για δύο σχετικά βιβλία", Παράδοση και Τέχνη 051, σελ. 18-19, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Μάϊος-Ιούνιος 2000.


Ερωτήματα και σχόλια για τις κυπριακές φορεσιές του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου και για δύο σχετικά βιβλία.

Αναφέρομαι στις κυπριακές φορεσιές που παρουσιάζονται στην έκθεση "Ο κόσμος της Κύπρου την αυγή του 20ου αιώνα" που γίνεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, και η οποία αποτελεί μερική επανάληψη και αναδρομή στην έκθεση που έγινε στο Ζάππειο το 1901.

Η έκθεση με εντυπωσίασε, αν και εξαρχής παρουσιάστηκαν μέσα μου κάποια ερωτηματικά. Στη συνέχεια, διαβάζοντας το βιβλίο "Οι κυπριακές φορεσιές του Ε.Ι.Μ.", Αθήνα 1999, που μόλις είχε κυκλοφορήσει, και αντιπαραβάλλοντας το περιεχόμενό του με τις έως τώρα σχετικές γνώσεις μου, αλλά και συγκρίνοντας το με υλικό του βιβλίου "Ελληνικές φορεσιές του Ε.Ι.Μ.", Αθήνα 1993, οι αμφιβολίες μου μεγάλωσαν.

Γνώμη μου είναι ότι πρέπει να δίδεται μεγάλη προσοχή, από τους συγγραφείς και τους υπόλοιπους συντελεστές τέτοιων εκδόσεων, τόσο στο φωτογραφικό υλικό, όσο και στα συνοδευτικά κείμενα και τις πληροφορίες. Περισσότερο μάλιστα στις περιπτώσεις όπου τα παρουσιαζόμενα ντυσίματα αποτελούν ανασυνθέσεις κομματιών με διαφορετική πηγή προέλευσης. Πρέπει να διασαφηνίζουν και όχι να μπερδεύουν αφήνοντας ερωτηματικά ή δημιουργώντας λανθασμένες εντυπώσεις για τους τύπους των διαφόρων ενδυμασιών.

Στα δύο πιο πάνω βιβλία επικεντρώνω τις παρατηρήσεις και τα σχόλια μου, και ειδικά στις κυρίες Ντιάνα Γαγγάδη, Ευφροσύνη Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου, Ολγα Φακατσέλη και Μαρία Λαδά-Μινώτου, που έκαναν τις περιγραφές ή έγραψαν κάποια κείμενα στα οποία θα αναφέρομαι πιο κάτω.

1. Καρπασίτης Ελληνοκύπριος χωρικός (σελ. 82-83, βιβλίο "Ελ. φορ. ΕΙΜ-1993") και Τουρκοκύπριος χωρικός (σελ. 162-163, βιβλίο "Κυπρ. φορ. ΕΙΜ-1999"). Βλέποντας τις φωτογραφίες προκαλείται σύγχυση, αφού παρατηρούμε ότι το ίδιο ακριβώς γιλέκο από αλατζιά και το ίδιο ζιμπούνι χρησιμοποιούνται και στις δυο περιπτώσεις για να μας δείξουν διαφορετικά πράγματα. Η αναζήτηση απάντησης στα γραπτά κείμενα προκαλεί μεγαλύτερο μπέρδεμα. Στις σελ. 63, 64 και 162 του βιβλίου "Κυπρ. φορ. ΕΙΜ-1999", βρίσκουμε τρεις φράσεις με ίδιο περιεχόμενο. Στο πρώτο μέρος τους λένε ότι οι φορεσιές Τουρκοκυπρίων και Ελληνικυπρίων δεν διέφεραν κατά πολύ. Αυτό είναι κάτι που θα δικαιολογούσε λίγο τις ομοιότητες στις δύο φορεσιές. Ομως οι φράσεις συνεχίζουν δίνοντας την πληροφορία ότι οι φορεσιές διέφεραν στους χρωματισμούς και τα στολίδια. Ετσι και πάλι μένουν οι αμφιβολίες και τα ερωτηματικά, ενώ δημιουργούνται προβλήματα λανθασμένης ταύτισης.

Στην περίπτωση που κάποιοι έχουν διαβάσει μόνο το ένα από τα βιβλία, θα οδηγούντο σε λανθασμένα συμπεράσματα. Βλέποντας τον Τουρκοκύπριο χωρικό, οι υπεύθυνοι ενός χορευτικού συγκροτήματος επί παραδείγματι, δεν θα ήθελαν να κατασκευαστεί και να φορεθεί από την ομάδα τους ένα τέτοιο γιλέκο και ζιμπούνι με αυτούς τους χρωματισμούς. Θα ήτανε τραγελαφικό να τύχει η ομάδα του παραδείγματος να αποκαλέσει Τουρκοκύπριους τους Ελληνοκύπριους άλλης ομάδας που, οδηγούμενοι από το άλλο βιβλίο, αντέγραψαν και φόρεσαν το ίδιο γιλέκο θεωρώντας με περηφάνεια ότι τιμούν τον Καρπασίτη χωρικό.

2. Σύγχυση μπορεί να προκαλέσουν και οι φωτογραφίες των σελ. 114-115 που παρουσιάζουν Τουρκοκύπριο των πόλεων ("Κυπρ. φορ. ΕΙΜ", 1999). Στα συνοδευτικά δεν αναφέρεται πουθενά ότι το γιλέκο αυτής της φορεσιάς φοριόταν και από Ελληνοκυπρίους. Ετσι ο αναγνώστης που δεν γνωρίζει από άλλες πηγές αυτή τη λεπτομέρεια, δεν μπορεί να διαφωτιστεί πλήρως. Θα πιστέψει και μάλλον θα χαρακτηρίσει ως τούρκικο κάθε κομμάτι που αποτελεί μέρος της σύνθεσης. Γράφει η κα. Ηγουμενίδου ότι το γιλέκο έχει διάκοσμο που παραπέμπει στα ισλαμικής έμπνευσης εγχάρακτα μοτίβα που απαντώνται σε χάλκινα σκεύη του 18ου και 19ου αιώνα.

Για προβληματισμό αναφέρω πως τα σχέδια του γιλέκου αυτού, όπως ψαθωτοί ρόμβοι, σπείρες κλπ., υπάρχουν και σε διαφορετικά κυπριακά γιλέκα, καθώς και σε ενδυμασίες άλλων περιοχών του Ελληνισμού. Επίσης τα βρίσκουμε και σε άλλα είδη λαϊκής τέχνης. Ειδικά το πλοκαμοειδές σχήμα που αποτελεί τη βάση των κουμπιών, μπορεί να το δει κανείς σχεδόν ίδιο σε ξυλόγλυπτα βημόθυρα και τέμπλα ναών, κεφαλαία αρχιγράμματα εκκλησιαστικών χειρογράφων, σε είδη μεταλλοτεχνίας και αλλού. Ακόμα, η Αθηνά Ταρσούλη στο δίτομο βιβλίο της "Κύπρος", μας δίνει ζωγραφική απεικόνηση χωρικού της Μεσαορίας με ίδιο γιλέκο. Από το χρώμα και το μέγεθος της βράκας που φορεί, φαίνεται να είναι Ελληνοκύρπριος.

3. Επιστρέφοντας στον Καρπασίτη χωρικό, μας πληροφορεί το συνοδευτικό κείμενο ότι η ενδυμασία αυτή αποτελεί δωρεά του Πατριωτικού Συνδέσμου Κυπρίων, ήτανε δηλαδή ένα από τα εκθέματα στο Ζάππειο το 1901. Δίνεται επίσης το νούμερο 2293 ως αριθμός καταχώρησης εισερχομένου στο Μουσείο. Παρουσιάζεται εδώ μια βράκα μάλλινη. Πράγμα παράξενο, αφού οι κυπριακές βράκες ήτανε φτιαγμένες από κάποτ, ή ευρωπαϊκό πανί οι καλές, που μπορούσε να γίνονταν προσιαστές, και από πιο χοντρό δίμιτο βαμβακερό ύφασμα οι καθημερινές, της δουλειάς. Τα γνωρίζουμε αυτά και από προφορικές μαρτυρίες, αλλά και από γραπτά στοιχεία σε διάφορα βιβλία (στο τέλος). Για μένα τον ίδιο υπάρχει και η προσωπική εμπειρία και γνώση, αφού ποτέ δεν έχω δει τέτοιες μάλλινες βράκες σε κυπριακά μουσεία, ούτε είδα να φοριούναι από τόσους γέροντες που από παιδί θυμούμαι. Εν τούτοις δέχτηκα την πληροφορία περί μάλλινης βράκας, γιατί ο αριθμός εισαγγής 2293 βεβαίωνε για την ύπαρξη τεκμηρίωσης.

Ωστόσο διερωτώμαι: Μήπως χρησιμοποιήθηκε βράκα που δεν ήταν κυπραίικη; Μήπως γι' αυτό δεν παρουσιάζεται η συγκεκριμένη βράκα στο τωρινό βιβλίο του 1999, αλλά ούτε και στην τωρινή έκθεση;

Το πιο παράξενο όμως στοιχείο είναι το ότι και η στολή του Καρπασίτη αλλά και μια άλλη στολή, του χωρικού με καπόττο, στο βιβλίο του 1999 σελ. 140, έχουν ίδιο αριθμό καταχώρησης, το νούμερο 2293. Το μόνο κοινό που έχουν είναι οι τσαγγαροποδίνες.

Αν συνεχίσει κανείς το ψάξιμο των αρ. κατ. εισερχομένων θα μπερδευτεί ακόμα πιο πολύ, μάλιστα εάν δει και τα νούμερα που δίνονται σε ένα τρίτο βιβλίο: "Η αστική ενδυμασία της Κύπρου τον 18ο και 19ο αιώνα" της Ε. Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου, 1996. Η κ. Μαρία Λαδά-Μινώτου γράφει στο βιβλίο "Ελ. φορ. ΕΙΜ", 1993, σελ. ΧΙΙΙ, ότι υπάρχουν στοιχεία τεκμηρίωσης για τις φορεσιές, τα οποία προέρχονται από το αρχείο εισερχομένων και λοιπών καταστάσεων του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Επίσης αναφέρεται στη σελ. ΧΧΙ του ίδιου βιβλίου ότι πληροφορίες για τις 12 κυπριακές ενδυμασίες που εκτέθηκαν το 1901 δημοσιεύτηκαν στον κατάλογο της έκθεσης. Αναρωτιέμαι γιατί δεν περιλήφθηκε απόσπασμα του καταλόγου εκείνου σχετιζόμενο με τις φορεσιές στα δυο βιβλία; Είναι ζήτημα αν θα έπιανε δυο ή τρεις σελίδες.

Τελειώνοντας, τονίζω πως η ιστορική αξία και των δυο εκδόσεων είναι και παραμένει πολύτιμη, παρά τα επί μέρους σχόλια που μπορεί να κάνει κανείς. Ωστόσο, θα παρακαλούσα τα στοιχεία τεκμηρίωσης που υπάρχουν στο Ε.Ι.Μ. να δημοσιευτούν ξανά, γιατί οι παρεχόμενες μέχρι τώρα πληροφορίες δεν είναι απόλυτα διαφωτιστικές, όπως προσπάθησα να δείξω πιο πάνω.

Παραπομπές
Παπαδημητρίου, Ελένη: Κυπριακές φορεσιές. Ναύπλιο, ΠΛΙ, 1991.
Ρίχτερ, Μάγδα: Ελληνικά ήθη και έθιμα της Κύπρου. 1994.
Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου, Ευφροσύνη: Η αστική ενδυμασία της Κύπρου. 1996.

Κωνσταντίνος Γρουτίδης
Χοροδιδάσκαλος και μελετητής-κατασκευαστής κυπριακών φορεσιών


****************************************************************************
****************************************************************************


[φωτογραφίες από το βιβλίο]

PAR51


GroutidisK01GR.doc