Τεκμήρια ::  Περιοχή : Κύπρος

Τεκμήρια :

( 37 )

Κινούμενες εικόνες  

( 64 )

Εικόνες  

( 46 )

Ηχογραφήματα  

( 13 )

Κείμενα


Κείμενο : 6 Η κυπριακή λαϊκή μουσική και οι παλιοί "βιολάρηδες"
Πηγή : /P075-04 , Ευρετήριο : O-1CD5FB01

Γεώργιος Αβέρωφ

Η κυπριακή λαϊκή μουσική και οι παλιοί "βιολάρηδες"


Αβέρωφ, Γεώργιος: "Η κυπριακή λαϊκή μουσική και οι παλιοί "βιολάρηδες"", Παράδοση και Τέχνη075, σελ. 9-13, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Μάϊος-Ιούνιος 2004. Από το έργο του: Τα δημοτικά τραγούδια και οι λαϊκοί χοροί της Κύπρου. Λευκωσία, Πολιτιστικό Ιδρυμα Τραπέζης Κύπρου, 1989, σελ. 4-5, 15-18, 21-23, 25.






Η κυπριακή λαϊκή μουσική και οι παλιοί "βιολάρηδες"

Χαρακτηριστικό της νοοτροπίας των Κυπρίων μουσικών τής τότε εποχής είναι και το ακόλουθο περιστατικό, που μου διηγήθηκε ο μ. ο πατέρας μου Αλέξης το 1925, όταν με δίδασκε τα κυπριακά στο βιολί. «Πριν κάμποσα χρόνια», μου είπε, «όταν πρωτοεμφανίστηκαν τα γραμμόφωνα, ήλθε μια εταιρεία δίσκων στη Λευκωσία. Εκάλεσαν εμένα και δύο άλλους μουσικούς με τα όργανά μας και μας ζήτησαν να τους παίξουμε ένα κυπριακό σκοπό. Μαζί τους είχαν ένα μηχάνημα, που το έβαλαν πάνω σ’ ένα τραπέζι. Μόλις παίξαμε λιγάκι, μας σταμάτησαν και μας είπαν: «Καλά, καλά, τώρα ν’ ακούσουμε όλοι τι εβγήκε». Εκίνησε ένας ένα μοχλό και αμέσως άρχισε να ακούεται εκείνο που παίξαμε, τόσο καθαρά και ωραία, ακριβώς όπως το παίξαμε. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση, μας έδωσε μεγάλο ενθουσιασμό από τη μια, αλλά και μεγάλο φόβο από την άλλη. Οι άνθρωποι εκείνοι μας είπαν να τους παίξουμε διάφορα κομμάτια, και να μας πληρώσουν. Εμείς όμως, από ό,τι είδαμε και ακούσαμε, τους είπαμε να το σκεφτούμε και να τους απαντήσουμε.

Φύγαμε απ’ εκεί, πήγαμε στο καφενείο του Μαυροφιλίππου, όπου έπαιζε το «Γιαννούδι», και μετά από συνεννόηση με όσους μουσικούς μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε, κάναμε ένα προφορικό πρωτόκολλο τιμής και ορκιστήκαμε, κανένας να μη παρουσιαστεί να παίξει και όποιος παραβεί τον όρκο αυτό να είναι δακτυλοδεικτούμενος και υποκείμενος στη γενική περιφρόνηση των συναδέλφων του. Σκεφτήκαμε, τι θα απογίνουμε όλοι εμείς οι μουσικοί και οι οικογένειές μας. Αν με μια φορά που θα παίζαμε να τα έπαιρναν όλα αυτοί να βγάλουν δίσκους, να τους πουλούν και να τους παίζουν στους γάμους, στους χορούς, στις γιορτές και τα πανηγύρια και να μη μας έχουν πια εμάς ανάγκη. Με άλλα λόγια, να μας αχρηστεύσουν το επάγγελμά μας».

Δομή και σύνθεση της κυπριακής μουσικής

Αν αξετάσουμε γενικά την κυπριακή λαϊκή μουσική, θα δούμε ότι το ύφος και ο χαρακτήρας της στηρίζονται πάνω στην αρχαία και τη βυζαντινή παράδοση. Οι κλίμακες δηλαδή, πάνω στις οποίες βασίζονται τα γνήσια κυπριακά τεμάχια, οι σκοποί όπως τις αποκαλούν οι λαϊκοί μουσικοί, είναι οι αρχαίες κλίμακες, αυτές που ονομάζουμε στη μουσική τρόπους Modes, όπως είναι ο Δώριος, ο Υποδώριος, ο Φρύγιος, ο Λύδιος, ο Μιξολύδιος ή ο Αιολικός. Επίσης οι βυζαντινές κλίμακες των διαφόρων ήχων κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος της κυπριακής μουσικής, όπως συμβαίνει με τις χρωματικές κλίμακες του πλαγίου Β’ καθώς και με τις μικτές κλίμακες με ένα τετράχορδο από μια κλίμακα και ένα από άλλη. Πολλά όμως μέρη του κυπριακού μουσικού ρεπερτορίου βασίζονται πάνω στις μείζονες και ελάσσονες κλίμακες, όπως απαντώνται στην ευρωπαϊκή μουσική.

Οι ρυθμοί έχουν ανατολική επίδραση και οι χρόνοι, καθώς και οι υποδιαιρέσεις των μέτρων, διαφέρουν από πολλούς αντίστοιχους της ευρωπαϊκής μουσικής. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μέτρο των 9/8. Το μέτρο τούτο, στην ευρωπαϊκή μουσική υποδιαιρείται σε τρία ισόχρονα μέρη από τρία όγδοα το καθένα, με ένα ισχυρό και δύο ασθενή.
Παράδειγμα: 9/8=3/8+3/8+3/8 (Τάτετι-Τάτετι-Τάτετι)

Στην κυπριακή μουσική το μέτρο των εννέα ογδόων υποδιαιρείται σε τέσσερα μέρη ή κτυπήματα, από τα οποία το ένα περιλαμβάνει τρία όγδοα και κατ’ αναλογία είναι διαρκέστερο από τα άλλα τρία μέρη, που το καθένα τους περιλαμβάνει δύο όγδοα. Επειδή δε οι πρακτικοί βιολάρηδες στο χρόνο των 9/8 κτυπούν με το πόδι τους τέσσερα κτυπήματα και δίνουν στο ένα από αυτά μεγαλύτερη διάρκεια κατά ήμισυ χρόνο, ένα όγδοο δηλαδή περισσότερο, γι’ αυτό και ονομάζουν το χρόνο των εννέα ογδόων «ο χρόνος του τεσσεράμισυ». Γι’ αυτό υπάρχει η γνώμη ότι το μέτρο των 9/8 είναι ενιαίο, υποδιαιρούμενο σε τέσσερα μέρη από τα οποία το ένα περιέχει τρία όγδοα, τα δε άλλα τρία μέρη από δύο όγδοα το καθένα, το δε μέρος των τριών ογδόων συμπίπτει ανάλογα με την περίπτωση, άλλοτε σαν πρώτο, όπως σε ορισμένα Ζεϊμπέκκικα, και στον Τέταρτο Ανδρικό Αντικρυστό, άλλοτε σαν τέταρτο, όπως σε άλλα Ζεϊμπέκκικα και στον Τέταρτο Γυναικείο Αντυκρυστό, και άλλοτε σαν δεύτερο, όπως στον Πρώτο Γυναικείο και τον Πρώτο Ανδρικό Αντικρυστό χορό π.χ. 9/8
Μορφή Α 9/8=3/8+3/8+3/8 (Τάτετι-Τάτε-Τάτε-Τάτε)
Μορφή Β 9/8=2/8+2/8+2/8+3/8(Τάτε-Τάτε-Τάτε-Τάτετι)
Μορφή Γ9/8=2/8+3/8+2/8+2/8(Τάτε-Τάτετι-Τάτε-Τάτε)

Μια άλλη όμως γνώμη είναι ότι το μέτρο των 9/8 είναι μέτρο μικτό, αποτελούμενο άλλοτε από 3/8 + 3/4, όπως σε ορισμένα Ζεϊμπέκκικα και στον Τέταρτο Ανδρικό αντικρυστό χορό, άλλοτε από 3/4 και 3/8, όπως σε άλλα Ζεϊμπέκκικα και στον Τέταρτο Γυναικείο αντικρυστό χορό, και άλλοτε αποτελείται από 5/8 και 4/8, όπως στον Πρώτο Γυναικείο και τον Πρώτο Ανδρικό αντικρυστό χορό, μαζί με το διακριτικό χώρισμα του μέτρου στα μέρη του, ή ακόμη και χωρίς αυτό.
Μορφή Α9/8= (3/8+3/4)=3/8+2/8+2/8+2/8(Τάτετι-Τάτε-Τάτε-Τάτε)
Μορφή Β9/8= (3/4+3/8)=2/8+2/8+2/8+3/8(Τάτε-Τάτε-Τάτε-Τάτετι)
Μορφή Γ9/8=(5/8+4/8)=2/8+3/8+2/8+2/8(Τάτε-Τάτετι-Τάτε-Τάτε)

Αυτές τις ρυθμικές μορφές δίνει ο ρυθμός των 9/8 στους διάφορους κυπριακούς χορούς. Κατά τη γνώμη μου η πιο πειστική εκδοχή είναι η αποδοχή του μικτού μέτρου, το οποίο, χωρίς να χάνει τη μορφή του, ευκολύνει περισσότερο την εκτέλεση.

Σ’ ό,τι αφορά την ταχύτητα ή τη ρυθμική αγωγή του μέτρου των χορών αυτών, μετριέται με βάση το όγδοο και σύμφωνα με το μετρονόμο Μαίλζελ. Και στους ανδρικούς μεν χορούς, με ταχύτερο ρυθμό, όπως λ.χ. Μ.Μ.=216’-240’, στους γυναικείους δε με βραδύτερο, ως Μ.Μ.=144’-168’. Το μέτρο των 7/8, ασυνήθιστο στην ευρωπαϊκή μουσική, είναι πολύ συνηθισμένο στην κυπριακή μουσική. Το μέτρο τούτο είναι ο χρόνος των πανελληνίων «σκοπών» γνωστών ως καλαματιανών. Οι Κύπριοι λαϊκοί μουσικοί ονομάζουν το μέτρο τούτο «τριάμισυ», διότι χωρίζεται σε τρία μέρη, από ταοποία το ένα περιέχει τρία όγδοα και άλλα δύο, από δύο όγδοα το καθένα.
Μέτρο 7/8= (3/8+2/8+2/8)(Τάτετι-Τάτε-Τάτε)

Το μέτρο των επτά ογδόων παρουσιάζεται με την πιο πάνω μορφή στο Μπάλο της κυπριακής σουϊτας των αντικρυστών χορών, τόσο της γυναικείας όσο και της ανδρικής, και στη Μάντρα, όπως και στο Δεύτερο Γυναικείο και Δεύτερο Ανδρικό Αντικρυστό. Και μολονότι είναι ο ρυθμός και το μέτρο του πανελλήνιου Καλαματιανού, εντούτοις, τόσο στον τονισμό όσο και στη ρυθμική αγωγή, παρουσιάζει αρκετές διαφορές, χωρίς να αναφερθούμε στους βηματισμούς του χορού, που είναι εντελώς διάφοροι.

Σπάνιο, επίσης, μέτρο είναι εκείνο των 5/8 ή μέτρο των «δκυόμισυ». Χωρίζεται σε δυό μέρη, κινήσεις ή κτυπήματα, που το μεν ένα περιλαμβάνει δύο όγδοα και το άλλο τρία. 5/8=2/8+3/8+3/8+2/8(Τάτε-Τάτετι ή Τάτετι-Τάτε). Το μέτρο τούτο απαντάται στο δεύτερο μέρος του χορού του μαχαιριού ή δρεπανιού, καθώς και στο Πιπέριν και σε άλλα κυπριακά τραγούδια. Επίσης το μέτρο των 8/8, με υποδιαίρεση 3/8+2/8+3/8:8/8=3/8+2/8+3/8(Τάτετι-Τάτε-Τάτετι) που συναντάται στο δευτερο μέρος του τραγουδιού «ο βοσκός».

Αλλοι ρυθμοί και μέτρα που συναντώνται στους κυπριακούς χορούς είναι τα συνηθισμένα, όπως και στην ευρωπαϊκή μουσική, δηλαδή τα 2/4, 3/4, 4/4 και 6/8.

Διατήρηση και διάδοση

Το λαϊκό μουσικό ρεπερτόριο διατηρότανε με παραδοσιακό τρόπο και μεταδιδόταν πρακτικά από το δάσκαλο στο μαθητή πάνω στο βιολί με το αυτί (δια της ακοής). Την παλιά εποχή, όταν ένας νέος ήθελε να γίνει επαγγελματίας «βιολάρης», πήγαινε στο «μάστρο». Ο μάστρος, μετά από μια δοκιμή που του έκανε, σε ό,τι αφορά τη φωνή του αλλά προ παντός το μουσικό του αυτί, ή τον απεθάρρυνε ή τον έπαιρνε για μαθητή και άρχιζαν τα μαθήματα. Το μάθημα ήταν καθημερινό. Κάποτε ήταν και δυο φορές την ημέρα, πρωϊ και απόγευμα. Η παράδοση γινότανε με υποδείξεις από το δάσκαλο πάνω στο βιολί και απομίμηση τούτων από το μαθητή. Τα μουσικά κομμάτια παίζονταν φράση προς φράση από το δάσκαλο και επαναλαμβάνονταν από το μαθητή μέχρι τέλειας εκμάθησης. Μετά την παράδοση, ο μαθητής πήγαινε σπίτι να εξασκηθεί καλά πάνω σε ό,τι του είχε παραδοθή και την επομένη μέρα επέστρεφε στο μάστρο για να συνεχίσει το μάθημα.

Με αυτό τον τρόπο, μέσα σε ένα χρόνο ένας καλός μαθητής έπρεπε να κατέχει την αναγκαία τεχνική του βιολιού και ένα αρκετά μεγάλο μέρος του κυπριακού μουσικού ρεπερτορίου. Αν στο στάδιο αυτό ο μάστρος έκρινε ότι ο μαθητής του ξεχωρίζει αρκετά για να μπορεί να «κάμνει γάμον», τον έστελλε να εργασθεί για λογαριασμό του, δίνοντας και σ’ αυτόν ένα μέρος των κερδών. Στο μεταξύ όμως ο μαθητής συνέχιζε τα μαθήματα με τον ίδιο τρόπο, πότε εργαζόμενος για εξάσκηση και πότε διδασκόμενος, συμπληρώνοντας τις ελλείψεις του που παρατηρούσε κατά τη διάρκεια της εργασίας στα διάφορα χωριά και για τις οποίες έπαιρνε σημείωση για ό,τι τυχόν του ζητούσαν και δεν το κατείχε.

Ενας καλός βιολάρης τότε, άξιος του ονόματός του και αντάξιος του «δασκάλου» του, έπρεπε να κατέχει ολόκληρο το κυπριακό λαϊκό μουσικό ρεπερτόριο, και θεωρούσε προσβολή να βρεθεί χωρικός ή οποιοσδήποτε θαμώνας να του ζητήσει να παίξει κάτι, ένα «σκοπό», και να μη γνωρίζει την εκτέλεσή του.

Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο όλοι οι παλαιοί «μαστόροι» έμαθαν το βιολί και τα «κυπριακά» και με τον ίδιο τρόπο μάθαμε και μείς οι νεώτεροι από τους πατέρες μας τους κυπριακούς χορούς. Αλλο ζήτημα αν αργότερα μερικοί από μας κάναμε ανώτερες θεωρητικές και τεχνικές σπουδές, επισημοποιώντας τις γνώσεις και ικανότητές μας με πτυχία και διπλώματα.

Η γραφή της μουσικής σε ό,τι αφορά τους κυπριακούς λαϊκούς χορούς, κατά την εποχή εκείνη ήταν πολύ δευτερεύον ζήτημα. Καμμιά ανάγκη δεν υπήρχε γι’αυτό. Εξάλλου, για να τονισθούν σωστά δύσκολα μουσικά κομμάτια, πρακτικώς εκτελούμενα, ήταν ανάγκη ο επιχειρών να έχει δύο αναμφισβήτητες ικανότητες: πρώτα, εκτελεστική ικανότητα του «κομματιού» πάνω στο βιολί, και δεύτερον υψηλή θεωρητική κατάρτιση για τη μουσική καταγραφή των. Και λαϊκοί μουσικοί, και με τις δυο αυτές ιδιότητες ήσαν πολύ σπάνιοι. Αλλά και αν ακόμη υπήρχαν μερικοί κατάλληλα καταρτισμένοι, για διάφορους λόγους ήσαν απρόθυμοι να παραδώσουν γραπτή εργασία πάνω σ’ αυτά, γιατί, όπως έχω αναφέρει και προηγουμένως, δεν ήταν μόνο ζήτημα ικανότητας αλλά και νοοτροπίας. Ετσι, ελάχιστα γραπτά διασώθηκαν από εκλιπόντες «μαστόρους». Νεώτεροι Κύπριοι μουσικοί κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να τονίσουν ό,τι μπόρεσαν από χωρικούς τραγουδιστές, από παλαιούς πρακτικούς βιολάρηδες και από ό,τι κατά τύχην βρήκαν από παλαιότερα γραπτά και να τα περιλάβουν σε εκδόσεις και συλλογές.

..................................

Ακόμη και οι χορευτές μπορούν να επηρεάσουν την εκτέλεση των χορών αυτών κατά ένα βαθμό. Μερικοί από τους χορευτές απαιτούν από τον εκτελεστή να τους παίξει «ταπεινά» και «κοντογύρκα», που σημαίνει σιγανό ρυθμό και λίγη διάρκεια, λιγότερες στροφές. Αυτοί είναι κυρίως οι σωματώδεις και οι ηλικιωμένοι χορευτές. Οι άλλοι, νέοι λεπτοκαμωμένοι με ζωντάνια, απαιτούν «αννοικτά, μάστρε», και «βάστα, μάστρε», που σημαίνει γοργό ρυθμό, ζωντανό παίξιμο και μεγαλύτερη διάρκεια.

Αβέρωφ, Γεώργιος: Τα δημοτικά τραγούδια και οι λαϊκοί χοροί της Κύπρου. Λευκωσία, Πολιτιστικό Ιδρυμα Τραπέζης Κύπρου, 1989, σελ. 4-5, 15-18, 21-23, 25.
===========================
===========================

Βιβλιογραφία για το χορό στην Κύπρο

Αβέρωφ, Γεώργιος: Τα δημοτικά τραγούδια και οι λαϊκοί χοροί της Κύπρου. Λευκωσία, Πολιτιστικό Ιδρυμα Τραπέζης Κύπρου, 1989, σελ. 4-5, 15-18, 21-23, 25.
Αποστολίδης, Χρ.: Ασματα και χοροί της Κύπρου, Λεμεσός, 1910.
Αρτεμίδης, Κλεόβουλος: «Από τα Κυπριακά δημοτικά τραγούδια», Κυπριακές Σπουδές, 16. Λευκωσία, 1952, σελ. 29-36.
Ασσιώτης, Γρηγόρης: Κυπριακοί χοροί, ανδρικοί και γυναικείοι. Λευκωσία, Μάιος 1962, 60 σελ.
Ζαρμάς, Πιερής: Studien zur Volksmusik Zyperns. 1975.
Ιακωβίδης, Αλέκος: "Κυπριακοί χοροί" στο ένθετο τη κασετίνας δίσκων ¨Κύπρος - Δημοτική μουσική". Ναύπλιο, Πελοποννησικό Λαογραφικό Ιδρυμα, 1988.
Καλλίνικος, Θεόδουλος: Κυπριακή λαϊκή μούσα, Λευκωσία, 1951.
Μιχαηλίδης, Γιάγκος: «Ανδρικοί αντικρυστοί χοροί (Καρτζιλαμάδες)», Κυπριακαί Σπουδαί, 10. Λευκωσία, 1946, σελ. 197-207.
Παπανδρέου, Α.: Εισαγωγή στον κυπριακό χορό. Φωτοτυπημένη εργασία. Λευκωσία, 1988, 454 σελ.
Τομπόλης, Σώζος: Κυπριακοί ρυθμοί και μελωδίες. Λευκωσία, 1966, επανέκδοση 1980.
Χριστοδούλου, Μενέλαος& Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος: Κυπριακά δημώδη άσματα. Λευκωσία, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 1987.


****************************************************
****************************************************

Par075

AverofG02GR.doc