Τεκμήρια ::  Περιοχή : ΚΡΗΤΗ

Τεκμήρια :

( 25 )

Κινούμενες εικόνες  

( 149 )

Εικόνες  

( 451 )

Ηχογραφήματα  

( 17 )

Κείμενα


Κείμενο : 1 Η Ελληνική Παραδοσιακή Μουσική
Πηγή : /P008-05 , Ευρετήριο : O-D463269C
Λάμπρος Λιάβας

Η Ελληνική Παραδοσιακή Μουσική


Λιάβας, Λάμπρος: “Η Ελληνική Παραδοσιακή Μουσική”, Παράδοση και Τέχνη008, σελ. 10-11, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Μάρτιος – Απρίλιος 1993.




Η Ελληνική Παραδοσιακή Μουσική

Ισως κανένα άλλο στοιχείο δεν αποδεικνύει την α­διάσπαστη παρουσία και συνέχεια του ελληνισμού στον χώρο και τον χρόνο όσο η μελέτη της γλώσ­σας και της μουσικής. Οι έρευνες των μεγάλων συγ­χρόνων μουσικολόγων (Σ. Μπω-Μποβύ, Θρ. Γεωργιάδης, Σ. Καράς κ.ά.) έχουν φωτίσει πλέον μια πλουσιό­τατη μουσική ιστορία 5000 χρόνων, που ξεκινάει από την κυκλαδική εποχή του Αιγαίου για να φτάσει ως τις μέρες μας. Κλίμακες, μελωδίες, ρυθμοί, χοροί και μου­σικά όργανα έχουν διαφυλάξει στο πέρασμα των αιώ­νων, το ύφος και το ήθος μιας φυλής για την οποία το τρίπτυχο "ποίηση – μουσική - χορός", είναι ταυτόσημο με την ίδια της τη ζωή, με την ίδια της την ελευθερία!.

Ο αρχαίος επίτριτος συναντιέται στο ρυθμό των 7/8 του κατεξοχήν ελληνικού χορού, του Συρτού Καλαμα­τιανού, ενώ ο εννεάσημος ρυθμός που πρωτοσυναντάμε στην ποίηση της Σαπφούς εξακολουθεί να δο­νεί τους χορευτές του ζεϊμπέκικου (9/4) και του Καρ­σιλαμά (9/8). Παράλληλα ο απολώνιος παιωνικός ρυθ­μός των πέντε χρόνων ηχεί ακόμη σε χορούς όπως ο Τσακώνικος, ενώ σ' όλη την Ελλάδα χορεύονται πά­ντα οι συρτοί χοροί, τους οποίους ονοματίζουν οι αρ­χαίες επιγραφές όταν αναφέρονται στην "των συρ­τών πάτριον όρχησιν" (πατροπαράδοτο χορό των συρτών -1 ος αιώνας μ.Χ.).

Η ελληνική μουσική παράδοση περιλαμβάνει δύο βασικούς κορμούς: την έντεχνη ("κλασική") μουσική, που αντιπροσωπεύεται από το βυζαντινό μέλος και τη λαϊκή που περιλαμβάνει το δημοτικό τραγούδι αλλά και τη νεότερη αστική μουσική (ρεμπέτικο και αθηναϊ­κή κι επτανησιακή καντάδα). Θα μπορούσαμε να πα­ραστήσουμε τα δύο αυτά είδη ως δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, επειδή ακριβώς έχουν πάμπολλα κοινά στοιχεία και αξιοσημείωτες αλληλεπιδράσεις. (Δεν εί­ναι τυχαίο άλλωστε ότι οι ψάλτες υπήρξαν ανέκαθεν από τους καλύτερους τραγουδιστές δημοτικών τρα­γουδιών...).

Οι απαρχές του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, πέρα από τα στοιχεία της αρχαιότητας που ανιχνεύ­ουμε σ' αυτό, θα πρέπει να τοποθετηθούν στη βυζα­ντινή εποχή, με τα ακριτικά τραγούδια (9 ος-11 ος αι­ώνας, που αφηγούνται τους αγώνες των ακριτών στα σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας) και τις παρα­λογές (λαϊκές μπαλλάντες που διηγούνται κυρίως δραματικά κοινωνικά γεγονότα κι έχουν την αρχή τους στον 9 ο αιώνα και κοιτίδα τους το εσωτερικό της Μ. Ασίας).

Ο υπόλοιπος βασικός πυρήνας των δημοτικών τρα­γουδιών περιλαμβάνει τραγούδια κυρίως μη διηγηματικά, όπου κυριαρχεί το συναίσθημα και η άμεση σχέ­ση τους με την καθημερινή ζωή, τις χαρές και τις λύπες του λαού που τα έφτιαξε και τα χρησιμοποιεί. Τόσο στον κύκλο της ζωής (νανουρίσματα, ταχταρίσματα, της αγάπης, του γάμου, της ξενιτιάς, μοιρολόγια) όσο και στον κύκλο του χρόνου (κάλαντα Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Φώτων, Πάσχα,Αποκριάτικα κλπ.) τα δημοτικά τραγούδια εμφανίζονΙ λειτουργικά δεμένα με τα σχετικά έθιμα συνδυάι ντας σε μια θαυμαστή ενότητα το λόγο, με τη μελωδία και την κίνηση.
Από μουσική άποψη μπορούμε, σε γενικές γραμμή να διακρίνουμε δύο διαφορετικούς κόσμους: τη στεριανή και τη θαλασσινή Ελλάδα. Στη στεριά (Ηπειρο, Θεσσαλία και - ως ένα βαθμό - Μακεδονία, Ρούμελη και Πελοπόννησο) συναντάμε συχνά κλίμακες χωρίς ημιτόνια και στίχους ανομοιοκατάληκτους. Κυρίαρχουν ρυθμοί τρίσημοι (3/4) και επτάσημοι (7/8) συρτού καλαματιανού), ενώ οι δίσημοι συρτοί (δύο ή στα τρία) είναι κατά κανόνα πιο αργοί από τους νησιώτικους.

Αντίθετα στα νησιά και στα παράλια, οι κλίμακες έχουν πάντοτε ημιτόνια, κυριαρχεί η ρίμα (ομοιοκατάληκτα δίστιχα - μαντινάδες) και οι περισσότεροι χορευτικοί ρυθμοί είναι δίσημοι (2/4), ενώ πρέπει επίσης να σημειώσουμε και τους εννεάσημους Καρσιλαμάδες και Ζεϊμπέκικο που συναντάμε στη Μικρά Ασία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, στα Δωδεκάνησα και στην Κύπρο.

Διαφορετικά είναι εξάλλου και τα λαϊκά μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται στη στεριανή και τη νησιώτικη μουσική. Στη στεριά οι παραδοσιακές ζυγιές: ζουρνάς-νταούλι και γκάιντα-νταχαρές (ντέφι) έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στο τυπικό συγκρότημα που συναντάμε σήμερα σ' όλα τα πανηγύρια, την κομπάνια: κλαρίνο, βιολί, λαγούτο, σαντούρι (μερικές φορές) και ντέφι ή τουμπελέκι.

Η παρουσία του λαϊκού κλαρίνου στον χώρο της δημοτικής μουσικής είναι ένα πολύ ενδιαφέρον δείγμα του πώς ένα όργανο "ξένο" (δυτικό, που όμως το έφεραν οι γύφτοι από την Τουρκία, μόλις στα μέσα του περασμένου αιώνα) μπόρεσε ν' αναδειχτεί μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα σε όργανο "εθνικό", επειδή ακριβώς πέρασαν σ' αυτό οι τεχνικές του ζουρνά και της φλογέρας και προσαρμόστηκε έτσι μ' επιτυχία στο ύφος και το ήθος της ντόπιας μουσικής παράδοσης. Στις κομπανίες οι επαγγελματίες - πλέον και, συνήθως, γύφτοι μουσικοί έδωσαν εξαίρετα δείγματα της επεξεργασίας του παραδοσιακού μέλους μέσα από τη δεξιοτεχνία που ανέπτυξαν, χάρη στις πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες για δεξιοτεχνία που τους προσφέρουν όργανα όπως το λαϊκό κλαρίνο και το βιολί.

Κάτι ανάλογο συνέβηκε και στη νησιώτικη χώρα, όπου το δίδυμο βιολί-λαγούτο εκτόπισε τις παλαιές ζυγιές: λύρα-νταουλάκι και τσαμπούνα-τουμπάκι. Εξαίρεση αποτελεί η Κρήτη, όπου όμως ο τύπος της σύγχρονης κρητικής λύρας έχει υποστεί ένα πλήθος από μορφολογικές και λειτουργικές αλλαγές με πρότυπο το βιολί.

Η ελληνική δημοτική μουσική στις μέρες μας, παρ’ όλες τις επικίνδυνες αλλοιώσεις που υφί­σταται μέσα σ' ένα κλίμα αυξανόμενης εκδυτικοποίησης κι αστικοποίησης, εξακο­λουθεί να ζει και να συγκινεί με τις αισθή­σεις και τα μηνύματα της. Φτάνει να μπορέ­σει κανείς να την ανακαλύψει πέρα από τις μορφές της εμπορικής εκμετάλλευσης και της καπηλείας αξιών που πρέπει ν' αντιμε­τωπίζονται με γνώση και σεβασμό. Κάποιες από τις μουσικές μπορεί να μεταφέρθηκαν στα διαμερίσματα και στα "κέντρα" των με­γαλουπόλεων ή στις δισκογραφικές εται­ρείες, αυτό όμως δεν σημαίνει πως η ελληνική επαρ­χία έχασε ολότελα το νήμα μέσα στο μουσικό λαβύ­ρινθο: Τα καλοκαιρινά πανηγύρια μαζεύουν ακόμη "τα ξενάκια", οι νέοι λένε τα κάλαντα, τις απόκριες οι κουδουνάτοι ξορκίζουν τα κακά πνεύματα, ενώ ακούγο­νται τ' απαραίτητα "βωμολοχικά" με το φάντασμα του Διονύσου κάπου ανάμεσα στους γλεντιστάδες.

Τη Μεγάλη Παρασκευή γυναίκες θρηνούνε γύρω από τον επιτάφιο όπως μοιρολογούνε και τους νεκρούς τους, την ώρα που κάποιες μητέρες νανουρί­ζουν ακόμη τα μωρά τους κι ορισμένα παιδιά επικα­λούνται, όπως παλιότερα, τον ήλιο στα παιχνίδια τους. Στο Ανατολικό Αιγαίο - έστω και κάτω απ' τον φακό του τουρίστα θυσιάζουν κάθε χρονιά τους ταύ­ρους με χορούς, με τραγούδια και με ιπποδρομίες.

Στην Κρήτη δεν μπορεί να μην ακούσεις για την πά­λη του Διγενή με τον Χάροντα, πάντα στο
δεκαπε­ντασύλλαβο που απ' τον 10 ο αιώνα διηγεί­ται "πάθη ενδόξων ανδρών" στα επικά α­κριτικά τραγούδια. Στα Δωδεκάνησα όλο και κάποιος θα βρεθεί να σου τραγουδήσει ιστορίες παλαιές και τραγικές (σαν το Κά­στρο της Ωριάς, το γεφύρι της Αρτας, του νεκρού αδελφού, την αναγνώριση του ξε­νιτεμένου). Θέματα που ξεκίνησαν από τα παράλια της Μικρασίας για να εξαπλω­θούν όχι μόνο στον ελλαδικό αλλά και στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο και στην Κάτω Ιταλία.

Ενώ, αν ξεφύγεις απ' τους τουριστικούς οδηγούς κι έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, δεν είναι απίθανο ν' αντα­μώσεις και σήμερα τους γερο-θαλασσινούς του Σεφέ­ρη, που, "ακουμπισμένοι στα δίχτυα τους... μου λέγα­νε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του Ερωτόκριτου με δάκρυα στα μάτια"!...


Λάμπρος Λιάβας





************************************************
**********************************************


PAR008

LiavasL02GR.doc