Τεκμήρια ::  Περιοχή : ΚΡΗΤΗ

Τεκμήρια :

( 25 )

Κινούμενες εικόνες  

( 149 )

Εικόνες  

( 451 )

Ηχογραφήματα  

( 17 )

Κείμενα


Κείμενο : 7 Γιαβανέζικος χορός
Πηγή : /P039-03 , Ευρετήριο : O-9DAE47AD
Νίκος Καζαντζάκης

Γιαβανέζικος χορός


Καζαντζάκης, Νίκος: "Γιαβανέζικος χορός", Παράδοση και Τέχνη 039, σελ. 6, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Μάϊος-Ιούνιος 1998. Από το βιβλίο του: Από το βιβλίο του: Αναφορά στον Γκρέκο.




Γιαβανέζικος χορός

Σηκώθηκα, βγήκα έξω να μου ξεμουδιάσει το κορμί, τόσες μέρες κλεισμένο μέσα. Είχε νυχτώσει, ο κόσμος θά 'χε δειπνήσει, δεν έβρεχε, δε χιόνιζε, είχε ξεχυθεί στους δρόμους. Είδα σε μια μεγάλη είσοδο πολύχρωμα φώτα, πολύχρωμα προγράμματα: "Γιαβανέζικοι χοροί" άκουσα βαθιά, όλο πάθος μουσική, άντρες και γυναίκες έμπαιναν, μπήκα.

Ο χορός και ο έναστρος ουρανός στάθηκαν πάντα τ' ανώτατα θεάματα που χάρηκε η ψυχή μου. Ποτέ κρασί, ποτέ γυναίκα μήτε ιδέα δε με τάραξαν τόσο αλάκερο, σάρκα, νου, ψυχή, όσο ο χορός κι ο έναστρος ουρανός. Χάρηκα που, ύστερα από τόσες μέρες ασκητικιά νηστεία, θα ξεμούδιαζε και θα χαίρουνταν έτσι απόψε όχι μονάχα το κορμί παρά το μυαλό κι η ψυχή μου - οι τρεις συνοδοιπόροι.

Οταν μπήκα μέσα στη σάλα, ο χορός είχε αρχίσει. Τα φώτα είχαν σβήσει και μονάχα η σκηνή ήταν φωτισμένη με μυστικό γαλαζοπράσινο φως, θαρρείς και ήταν ο βυθός μακρινής ανατολίτικης θάλασσας. Ενας μικροκαμωμένος μελαψός έφηβος με αλλόκοτα φανταχτερά στολίδια, με χρυσοπράσινα ρούχα, σαν έντομο αρσενικό στις καλοκαιριάτικες ώρες του οργασμού, χόρευε μπροστά από μια σταρομελάχρινη λιανοκόκαλη γυναικούλα, ακίνητη. Χόρευε, χόρευε, έδειχνε στη θηλυκιά πόση λυγεράδα είχε, πόση δύναμη και χάρη. Και πόσο άξιζε αυτόν να διαλέξει, αυτόν και κανέναν άλλον, για να σμίξουν, να κάμουν γιο. Οι αρετές ετούτες οι μεγάλες, η λυγεράδα, η δύναμη, η χάρη, να μη χαθούν, να πάνε στο γιο. Κι η θηλυκιά στέκουνταν ακίνητη, τον κοίταζε, τον ζύγιαζε, να πάρει απόφαση. Κι άξαφνα, πήρε απόφαση, χύθηκε κι αυτή στο χορό. Ο άντρας τρόμαξε, αναμέρισε, στέκουνταν τώρα και αυτός ακίνητος, συνεπαρμένος, και την κοίταζε. Χόρευε, χόρευε η γυναίκα μπροστά από τον περίτρομο άντρα, άνοιγε τα χέρια, αναμέριζε τα πέπλα, πότε έσβηνε, πότε έλαμπε γαλαζοπράσινο το κορμί της, ζύγωνε τον άντρα, έκανε πως έπεφτε στην αγκαλιά του, έσερνε αυτός θριαμβευτικιά φωνή, άνοιγε τα χέρια, κι η γυναίκα σουρίζοντας ξέφευγε και χόρευε πιο πέρα...

Τα ζώα, τα πουλιά, οι άνθρωποι, σε κάθε στροβίλισμα του χορού πετούν τις εφήμερες μάσκες τους, και ξεσκεπάζεται, πίσω απ' όλες τις μάσκες, το ίδιο πάντα, το αιώνιο πρόσωπο του έρωτα.... Ενας άλλος χορός, συλλογίζουμουν κοιτάζοντας το γιαβανέζικο ζευγάρι, ένας άλλος χορός πέρα από τον έρωτα, ο χορός, να πούμε, του Θεού, θα μπορούσε στο στροβιλισμό του να πετάξει και τη μάσκα ετούτη του έρωτα - και τότε άραγε ποιο πρόσωπο τρομαχτικό θα φανεί; Μάχουμουν να συλλάβω το στερνό, πίσω απ' όλες τις μάσκες, πρόσωπο, μα δεν μπορούσα...Θά 'ναι άραγε το πρόσωπο του Βούδα, ο αγέρας; Ωστόσο οι δύο χορευτές, ο άντρας κι η γυναίκα, είχαν σμίξει, χόρευαν τώρα αγκαλιασμένοι, αλλοπαρμένοι, πηδούσαν στον αγέρα, έπεφταν, ξανατινάζουνταν αψηλά, μοχτούσαν μ' ερωτικό λαχάνιασμα να περάσουν τα σύνορα του ανθρώπου.

Εφυγα και γύριζα στους δρόμους ως πέρα από τα μεσάνυχτα. Είχε αρχίσει να πέφτουν αριές στούπες χιόνι και τις δέχουμουν με ανακούφιση να δροσίζουν τα χείλια μου που έκαιγαν. Καινούρια ρωτήματα ανέβαιναν μέσα μου, ο αποψινός χορός είχε ανοίξει στο σπλάχνο μου τις παλιές, που θαρρούσα στειρεμένες, πηγές κι ένιωθα πως δεν αδειάζουν εύκολα τα σωθικά του Κρητικού. Φοβεροί πρόγονοι μέσα μου, που δεν έφαγαν όσο κρέας μήτε ήπιαν όσο κρασί λαχτάρισαν, μήτε φίλησαν όσες γυναίκες πεθύμησαν, και τώρα τινάζουνται αγριεμένοι και δε με αφήνουν να πεθάνω, για να μην πεθάνουν. Αλήθεια, τι γυρεύει ο Βούδας, τι μπορεί να ελπίζει ο Βούδας στην Κρήτη;

Κοίταζα γύρα από το φως των φαναριών τις στούπες το χιόνι να στριβολίζουνται και μού 'φερναν στο νου τον άντρα το Γιαβανέζο απόψε και τη γυναίκα, τους αναρίθμητους τους άντρες, τις αναρίθμητες τις γυναίκες που κυνηγούνται, πολεμούνται και λαχταρίζουνται χορεύοντας και, στερνή φιγούρα του χορού, σμίγουν για να γεννήσουν γιο, να μην πεθάνουν. Πιο ακαταμάχητη από τη δίψα του θανάτου η δίψα της αθανασίας.

Νίκος Καζαντζάκης
Από το βιβλίο του "Αναφορά στον Γκρέκο"

**************************************
************************************

PAR039

Kazantzakis04GR.doc