Τεκμήρια ::  Περιοχή : ΚΡΗΤΗ

Τεκμήρια :

( 25 )

Κινούμενες εικόνες  

( 149 )

Εικόνες  

( 451 )

Ηχογραφήματα  

( 17 )

Κείμενα


Κείμενο : 3 Το ρεμπέτικο στον Λάκκο Ηρακλείου
Πηγή : /P034-03 , Ευρετήριο : O-B1145FEF
Γιάννης Ζαϊμάκης


Το Ρεμπέτικο Στον Λάκκο Ηρακλείου



Ζαϊμάκης, Γιάννης: "Το Ρεμπέτικο Στον Λάκκο Ηρακλείου", Παράδοση και Τέχνη 034, σελ. 7-10, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Ιούλιος-Αύγουστος 1997.





Το Ρεμπέτικο Στον Λάκκο Ηρακλείου


Στο κείμενο αυτό παρουσιάζονται ορισμένες παρατηρήσεις που προέκυψαν από την εμπειρία μιας έρευνας πεδίου η οποία πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στο χρονικό διά­στημα 1993-1995 και αφορούσε τον Λάκκο, ένα σημαντικό θύλα­κα αναψυχής και πρακτικών αγοραίου έρωτα στην περίοδο 1900-1960. Η εμπειρία μιας έρευνας που συνδύασε την επιτόπια ανθρω­πολογική παρατήρηση με την ιστοριογραφική διερεύνηση, μας δί­νει την δυνατότητα για την διατύπωση κάποιων θέσεων, οι οποίες αφορούν στην τοπική εκδοχή του ρεμπέτικου, ενδεχομένως, όμως να έχουν ευρύτερο ενδιαφέρον σε μια συγκριτική προοπτική.

Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι η "πρωτογενής φάση" του ρεμπέτικου συνδέεται με τον κόσμο της πορνείας και τη συγκρό­τηση στην ελληνική πόλη στο χώρο όπου στεγάζονται τα μπουρδέλα, μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης, γύρω από μια οικονομία προσοδοφόρων, συχνά παρανόμων και παρασιτικών δραστηριοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώνονται παρεκκλίνο­ντα, σε σχέση με τα συμβατικά, πρότυπα και πρακτικές.

Η διαμόρφωση αυτού του χώρου συνδέεται με τις εκάστοτε ιστορικοκοινωνικές συνθήκες. Στο εθνογραφικό μας παράδειγμα, ο Λάκκος συγκροτείται στην περίοδο της Κρητικής πολιτείας οπότε συντελούνται σημαντικές μεταβολές στην Κρήτη (αιματηρά γεγο­νότα του 1898, διοικητικές μεταβολές, πληθυσμιακές μετακινήσεις κλπ.) και διογκώνεται η πορνεία με την παρουσία στα λιμάνια της Κρήτης στρατιωτικών των προστάτιδων δυνάμεων. Το Διάταγμα Περί Χαμαιτυπείων (1) αποτέλεσε μια προσπάθεια του αρτισύστατου καθεστώτος να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με νομοθετική ρύθμιση και συγκεκριμενοποιήθηκε με την περιχαράκωση των πορνείων των πόλεων του νησιού σε οριοθετημένους χώρους απρόσιτους εις "κεντρικούς τόπους περιπάτου και δημόσια εντευκτήρια".

Ωστόσο η επιθυμητή γκετοποίηση των πορνείων είχε οριακό χαρακτήρα. Εκφράστηκε με ιδιαίτερα αυστηρό τρόπο για τις ιερό­δουλες των οποίων η ελεύθερη διακίνηση εκτός της συνοικίας, άνευ αστυνομικής αδείας ήταν απαγορευμένη και η παρουσία "αξιοσέβαστων" γυναικών στον σκληρό πυρήνα της συνοικίας με τα μπουρδέλα ήταν αδιανόητη. Από την άλλη ο Λάκκος ήταν χώ­ρος συνάθροισης και αναψυχής για άνδρες που αναζητούσαν ευκαίριες απασχόλησης, συμμετοχή σε δράση και κυρίως συνανα­στροφή με τις "γιαβουκλούδες" γυναίκες της συνοικίας.

Στο σημείο αυτό μπορούμε να περάσουμε σε μια δεύτερη πα­ρατήρηση. Ο Λάκκος παρά τον στιγματισμένο του χαρακτήρα που εκφράζεται και στην ονομασία της συνοικίας δεν είναι κλειστός και απομωνομένος χώρος. Τουναντίον, η συνάντηση στο πλαίσιο της συνοικίας, κατοίκων ετερόκλητης κοινωνικής και πολιτισμικής προ­έλευσης από το περιβάλλον της πόλης, νησιωτικών και επισκεπτών της εμπορικής πόλης η οποία ευρισκόταν στην καρδιά της μεσογει­ακής λεκάνης συνέβαλε στην αναπαραγωγή των λειτουργιών του χώρου, και προσέδιδε μια πολιτισμική δυναμική σε αυτόν. Τα τρα­γούδια που κατέγραψα στη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας, τα στυλιστικά χαρακτηριστικά των καλντιριμιτζήδων (2) της πόλης με τα "φράγκικα ρούχα, τα μπιμπικωτά παπούτσια, τη ρεπούμπλικα και τη λαδωμένη χωρίστρα", (3) οι χοροί που οι Λακκουδιανοί αναφέ­ρουν, μαρτυρούν το συγκερασμό ετερόκλητων πολιτισμικών παρα­δόσεων, οι οποίες φιλτράρονται στο τοπικό επίπεδο και συμβά­λουν στην παραγωγή μιας δυναμικής, ρευστής κουλτούρας.

Αυτό είναι άλλο ένα σημείο που παρουσιάζει ενδιαφέρον. Εννοώ ότι ο Λάκκος είναι ένας χώρος πολιτισμικής διαφοροποί­ησης στο πλαίσιο του οποίου διαμορφώνονται ιδιαίτεροι εκφρα­στικοί τρόποι συμπεριφοράς και συμβολικά πρότυπα μέσα από τα οποία οι άνθρωποι φτιάχνουν σημασίες και επικοινωνούν μεταξύ τους. Ακόμη και σήμερα οι Λακκουδιανοί προσπαθούν να συντη­ρήσουν, μέσα από μια ευρηματική ρητορική, μια εξαδενικευμένη εικόνα της πολιτισμικής ταυτότητας του χώρου τους. Η ιδιαιτερό­τητα του χώρου αναγνωρίζεται όχι μόνο από τους Λακκουδιανούς αλλά και από ευυπόληπτους ηλικιωμένους Καστρινούς, (4) που πάντα έχουν μια μικρή ιστορία να αναφέρουν για την αξιοπερίερ­γη συνοικία με τους ιδιότυπους ανθρώπους του, το εκκεντρικό τους ντύσιμο, τα τραγούδια και τους χορούς τους. Η παρατήρηση αυτή έχει και ένα μεθοδολογικό ενδιαφέρον. Οι εργασίες του ρε­μπέτικου έχουν πολλά να κερδίσουν διευρύνοντας το αντικείμενο μελέτης στο επίπεδο της κουλτούρας αυτού του χώρου σε διάφο­ρα επίπεδα, όχι μόνο στο τραγούδι, που συνήθως υπερτονίζει, αλλά και στο χορό, στα στυλιστικά χαρακτηριστικά των ανθρώ­πων του χώρου, στη ρητορική που χρησιμοποιούν, κλπ.. Παράλ­ληλα αυτό το πεδίο μελέτης είναι απαραίτητο να διερευνηθεί ως προς τα κοινωνικοιστορικά του συμφραζόμενα.

Αν η κουλτούρα του Λάκκου διαμορφώνεται σε ένα κοσμοπο­λίτικο περιβάλλον, σε μια πόλη όπου κατοικούν ετερόκλητες εθνοτικές και θρησκευτικές ομαδοποιήσεις και ευνοείται από τη τακτική ατμοπλοϊκή συγκοινωνία με τον Αιγιακό χώρο και τα πα­ράλια της Μικρός Ασίας, η διάσπαση αυτού του επικοινωνιακού πλαισίου ήταν φυσικό να συμβάλει στο ξεθώριασμά της. Το τέλος του κοσμοπολιτισμού της πόλης συντελείται στην δεκαετία του 1930, όταν συρρικνώνονται οι ατμοπλοϊκές γραμμές προς τα Αι­γιακά λιμάνια και τα μικρασιατικά ακρογιάλια και γίνεται κεντρική γραμμή επικοινωνίας προς το λιμάνι του Πειραιά. Είχε προηγηθεί η αποχώρηση των Αγγλικών στρατευμάτων (1907-1908) και των μουσουλμάνων της πόλης (1923). Το Ηράκλειο περνούσε μια φά­ση αναζήτησης μιας κρητικής ταυτότητας και εξοβελισμού των καταλοίπων του Οθωμανικού παρελθόντος, έτσι όπως πρόσταζαν τα εντόπια λόγια και αστικά στρώματα. Στη δεκαετία του 1930 αναδείχθηκε το αίτημα της κάθαρσης της πόλης από την κοινωνι­κή σήψη και παρακμή και εκφράστηκε με τον πόλεμο ενάντια στα διαφθορεία και τα χασισοποτεία, τους μάγκες, τα ανήθικα άσματα και τους αμανέδες, που έλαβε χαρακτήρα εκστρατείας ηθικής αρε­τής στην περίοδο Μεταξά.

Για τη σταδιακή υποχώρηση της παραγωγής αυτόχθονης λαϊ­κής δημιουργίας στον Λάκκο συνέβαλε και η διάδοση στη συνοι­κία αυτή του ετοιμοπαράδοτου ρεμπέτικου από τα γραμμόφωνα, τα οποία σε κάποιο βαθμό αντικατέστησαν μουσικά όργανα σε πρακτικές συλλογικής αναψυχής. Αυτή η ενσωμάτωση ενός τεχνολογικού μέσου σε παραδοσιακές συνήθειες των Λακκουδια-νών μαρτυρά την ρευστότητα του χώρου και τη διάβρωση των χα­ρακτηριστικών του από τις επιδράσεις του αστικού περιβάλλοντος. Κι αν το γραμμόφωνο σε μεγάλο βαθμό δεν αλλοίωσε ριζικά τον χαρακτήρα της "παρεΐστικής" αναψυχής και συχνά συνδυάστηκε και με "ζωντανή" μουσική, το ίδιο δε συνέβηκε με τη μεταπολεμι­κή διάδοση στο Ηράκλειο της εμπορευματοποιημένης αναψυχής σε λαϊκό κέντρο και την παράλληλη μαζική πια διάδοση του ρε­μπέτικου. Από ότι φαίνεται, ενώ στην περίπτωση του Πειραιά οι δισκογραφικές εταιρίες και η ανακάλυψη του ρεμπέτικου από κύ­κλους διανοούμενων οδήγησε σε μια διαφερετική φάση την ανά­πτυξη του ρεμπέτικου, σε άλλες πόλεις οι εντόπιοι μουσικοί και τραγουδιστές δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν τις νέες δυνατότη­τες και να μεταφέρουν τις δημιουργίες τους στους νεώτερους. Ισως αυτό ήταν δύσκολο να γίνει στις μικρές επαρχιακές πόλεις, όπου οι τεχνολογικές δυνατότητες ήταν περιορισμένες και η κοι­νωνική κατακραυγή ήταν ισχυρή - ίσως και οι ίδιοι να μην το επιθυμούσαν.

Προς την κατεύθυνση της διερεύνησης αυτού του ζητήματος έχει ενδιαφέρον η αναφορά στην περίπτωση του Ηρακλείου όπου οι εντόπιοι λόγιοι και αστοί δεν έπαψαν ακόμη και στα χρόνια κατά τα οποία στην Αθήνα το ρεμπέτικο ήταν της μόδας να εκ­φράζουν την απαξία τους για τα προϊόντα ενός "κατώτερου πολι­τισμού" των κουτσαβάκηδων και των "μερακλήδων του απεριόρι­στου αμάν". Η διαδικασία συγκρότησης ενός τοπικού φολκλόρ που θα εκφράζε με μοναδικό τρόπο τη "μια και μοναδική", αυθε­ντική παράδοση του τόπου, συνδυάστηκε με τον πολιτισμικό αποκλεισμό των ξενόφερτων και μη αυθεντικών παραδόσεων. Από την άλλη και οι Λακκουδιανοί δημιουργοί δεν αντιστάθηκαν στις νέες συνθήκες ούτε προσπάθησαν να ηχογραφήσουν δί­σκους, αλλά ούτε εντάχθηκαν στο νέο τύπο εμπορευματοποιημέ­νης αναψυχής ("μπουζουξίδικο").

Ολες αυτές οι πρακτικές δεν έγιναν χωρίς συγκρούσεις, άφη­σαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στο πέρασμα του χρόνου. Σήμερα οι άνθρωποι διαμέσου της μνήμης οικτίρουν την κοινωνική εξέλιξη και την πολιτισμική αλλαγή και καταφεύγουν διαρκώς στην μνη­μόνευση της "παλιάς καλής εποχής". Η στάση του Προκοπή του Κουλούρα ενός ηλικιωμένου παραδοσιακού τραγουδιστή απέναντι στο ρεμπέτικο τραγούδι είναι ένα δείγμα του τρόπου, με τον οποίο άτομα από το χώρο της μαγκιάς βίωσαν τις πολιτισμικές αλλαγές. Αυτός τραγουδά "γνήσιες" όπως τις χαρακτηρίζει παλιές μελωδίες και μάγκικα τραγούδια και φροντίζει στις αναφορές του σε αυτά να συνδέει τα τραγούδια με διάφορες ιστορίες στις οποί­ες εξυμνείται το χθες.

Ακόμη τραγουδά με το δικό του τρόπο πει-ραιώτικα ρεμπέτικα, ενώ στο ρεπερτόριο του απουσιάζουν τρα­γούδια της σχολής του νεώτερου ρεμπέτικου (Μητσάκης, Χιώτης, Τσιτσάνης κλπ.). Από ότι φαίνεται η εξιδανίκευση του περελθό-ντος και των τραγουδιών του, λειτουργεί σαν μια γέφυρα με το χθες και σαν μέσο συντήρησης της πολιτισμικής ταυτότητας της ομάδας. Οι αφηγήσεις μετατρέπονται σε μια συμβολική διαμαρτυ­ρία για το σύγχρονο πολιτισμό και την κατάσταση ανομίας και αλλοτρίωσης που επέφερε και οι κοινωνικές αναπαραστάσεις του παρελθόντος μας παρέχουν ένα γνωστικό πεδίο δεκτικό για διε­ρεύνηση και προβληματισμό.

Θα κλείσω αυτή τη συνοπτική αναφορά στον κόσμο του ρε­μπέτικου επισημαίνοντας τη σχέση που έχει με την αστικοποίηση και την κοινωνική διαστρωμάτωση της νεολληνικής πόλης. Θα καταφύγω και πάλι στο παράδειγμα του Ηρακλείου, όπου οι κοι­νωνικές ανισότητες και η αστική μεγένθυση εκφράστηκαν στο πεδίο της κουλτούρας με μια αντίστοιχη πολιτισμική διαστρωμά­τωση. Στην πόλη μέχρι και τα χρόνια του μεσοπολέμου λειτουρ­γούν τρεις πολιτισμικές παραδόσεις. Η αστική παράδοση που διαπνεόταν από μια κοσμοπολίτικη και συνάμα εκσυγχρονιστική διάθεση και οι φορείς της είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους στα επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού. Οι αναφερόμενοι ως "παραλήδες" αστοί είχαν τα δικά τους κοσμικά κέντρα, παρακο­λουθούσαν τις εξελίξεις στο χώρο του πολιτισμού και της τέχνης και θεωρούσαν υποδεέστερες τις προτιμήσεις του "απλού λαού".

Στον αντίποδα η λαϊκή κουλτούρα δεχόταν τις επιδράσεις πολιτι­σμικών παραδόσεων λαών της ανατολικής Μεσογείου, φορείς των οποίων επισκεπτόταν την πόλη και μετέφεραν σε στέκια ανα­ψυχής, μουσικές και χορούς από τον κόσμο της Ανατολής, Στο πλαίσιο αυτής της παράδοσης συγκροτείται και η κουλτούρα του Λάκκου με τις ιδιαιτερότητες της. Τέλος, υπήρχε η αγροτική κουλτούρα, η οποία αντίθετα από τις προηγούμενες έχει περισσό­τερο κλειστό χαρακτήρα. Μεταφέρεται στον αστικό χώρο από κα­τοίκους της ενδοχώρας, επισκέπτες ή μετοίκους στην πόλη και έχει διακριτά χαρακτηριστικά στην ομιλία, στο ντύσιμο, στις συ­νήθειες, στο χορό, στη μουσική και στο τραγούδι.

Στην προφορική ιστορία, οι φορείς αυτών των παραδόσεων προσδιορίζουν με συμβολικές αναφορές τα αναμεταξύ τους όρια. Οι διακριτές αποστάσεις ανάμεσα στην "υψηλή τάξη", στον "απλό λαό" και τους "χωριάτες", δεν σήμαινε και την έλλειψη δικτύων επικοινωνίας ανάμεσα τους. Ο Λάκκος είναι ένα παράδειγμα χώ­ρου συνάντησης και αλληλοδόμησης αυτών των παραδόσεων και η δράση ορισμένων "μποέμηδων" (5) και χωρικών στην συμβολι­κή επικράτεια της μαγκιάς οι οποίες συντηρούνται στα αφηγηματι­κά μοτίβα στις αναπαραστάσεις του παρελθόντος και μας παραπέ­μπουν στο ρευστό πολιτισμικό πλαίσιο της εποχής. Οι συγκλίσεις και οι απωθήσεις ετερόκλητων κοινωνικών ομάδων και τα αποτε­λέσματα του συγχρωτισμού τους στο πλαίσιο μιας μικρής επαρ­χιακής πόλης προσλαμβάνουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, η αναζή­τηση των οποίων έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον στην προσπάθεια ιστορικής διερεύνησης της φυσιογνωμίας του ελλαδικού αστικού χώρου. Αλλά μια πιο συστηματική αναφορά σε αυτό το ζήτημα υπερβαίνει κατά πολύ τους στόχους αυτού του σημειώματος.


Γιάννης Ζαϊμάκης



*****************************************
******************************************

PAR034

ZaimakisG01GR.doc