Τεκμήρια ::  Λήμμα : Τσάμικος ή Τσάμικο

Τεκμήρια :

( 29 )

Κινούμενες εικόνες  

( 77 )

Εικόνες  

( 109 )

Ηχογραφήματα  

( 5 )

Κείμενα


Κείμενο : 3 Ενας Τσάμικος στην Παναγιά.
Πηγή : /P052-03 , Ευρετήριο : O-8678E247

Ν. Ι. Μέρτζος

Ενας Τσάμικος στην Παναγιά.


Μέρτζος, Ν. Ι.: "Ενας Τσάμικος στην Παναγιά", Παράδοση και Τέχνη 052, σελ. 10, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Ιούλιος-Αύγουστος 2000. Μακεδονική Ζωή 111, 6, 8/1975.



Ενας Τσάμικος στην Παναγιά

Στο χλιαρό σούρουπο του Δεκαπενταύγουστου είχαν μεθύσει τα κλαρίνα. Ενα φεγγάρι τεράστιο, κατακίτρινο είχε ανάψει στην πλαγιά του βουνού κι ανέβαινε αργά-αργά με μια βασιλική μεγαλοπρέπεια επάνω από το απέραντο δάσος και τα χλοερά λειβάδια. Στις πλαγιές, χιλιάδες αόρατα κυπριά ηχούσαν μέσα στην ξανθή φτέρη και οι τεράστιοι μαντρόσκυλοι των κοπαδιών ούρλιαζαν λυπητερά προς τον ουρανό μαγεμένοι απ' τη σαγήνη της σελήνης. Σκοποί παληοί, νοσταλγικοί, μακρόσυρτοι, δονούσαν τα κλαρίνα και τις καρδιές. Στην απλόχωρη πλατεία οι βλάχοι χόρευαν της Παναγιάς.

Βουβά πρόσωπα, χαλκόχρωμα, ακίνητα στο μισοσκόταδο, ένα γύρο από τα όργανα. Στην μέση, πατώντας γερά το παχύ γρασίδι, ένα ημικύκλιο από άντρες όρθιους ωρχούνταν τελετουργικά. Μπροστά ο πρώτος με όλη την χάρη και τα τσαλίμια του χορού. Ασπρο μεγάλο μαντήλι στο αριστερό χέρι, φτερά στα πόδια, αστραπή στα μάτια. Χαρά σ' αυτόν. Πίσω του, αργοί, τον ακολουθούσαν οι φίλοι. Χωρίς φωνή. Μονάχα τα κλαρίνα.

Στις καρέκλες ένα παράταιρο πλήθος, σαν από ταραγμένη φαντασία. Γυναίκες λεπτές ντυμένες με μοντέρνα υφάσματα, κορίτσια ξανθά με μια παχειά κοτσίδα στην πλάτη, δυο-τρεις ξένες με μπλιου-τζηνς παντελόνια στα λιγνά τους πόδια, γρηές σιωπηλές, κυράδες του παλιού καιρού τυλιγμένς στα μαύρα τσεμπέρια και στη σιωπή. Νέοι άντρες με πρόσωπα ωχρά, ζαλισμένοι γραφιάδες, ξωμάχοι με πλατειά στήθεια, έμποροι με αεικίνητα μάτια αρπαχτικών. Ημεροι τελιγκάδες. Ολύμπιοι.

Είχαν ανέβει όλοι επάνω στο πατρογονικό χωριό, μέσα στα καταρρέοντα αρχοντικά του, πλάι στα ερείπια και στις αναμνήσεις, να γιορτάσουν φέτος την Παναγιά. Ηταν ένας λαός μυστήριος, ένα τυχαίο κράμα από κομπάρσους διαφορετικών κινηματογραφικών "πλατώ". Κι όμως ομοούσιος. Ιδια η σιωπή, ίδια η λαχτάρα τους εκείνη τη νύχτα. Ποιος ξέρει; Ισως πριν από εκατό χρόνια να ήταν όλοι ίδιοι σ' αυτήν εδώ τη ρημαγμένη τώρα αετοφωληά. Τα κλαρίνα τούς είχαν πάρει και τούς ταξίδευαν μακριά, προς τα περασμένα.

Το πρώτο κλαρίνο βόγγησε. Ενας βαρύς, δωρικός ρυθμός απλώθηκε μέσα στη νύχτα. Ο γέρο τσέλιγκας σηκώθηκε και μπήκε πρώτος στο χορό. Ντυμένος στα πατροπαράδοτα, όπως λεβέντης είκοσι χρονών ήταν με τους αντάρτες του Μελά. Μαύρος μακεδονίτικος ντουλαμάς,μαύρη φουστανέλλα, πλατύ σελάχι στη μέση, χοντρές φούντες στα τσαρούχια, μαύρο καλπάκι. Ενας ασημένιος σταυρός στον ώμο του και μια χοντρή καδένα στο σήθος. Αλύγιστος. Λες κι ο χρόνος μονάχα πείρα και μεγαλοπρέπεια τού 'φερε, όχι γεράματα.

Σήκωσε το δεξί μπροστά, ψηλά, χαιρέτησε το τραγούδι. Τα δάχτυλα τεντώθηκαν μέσα στο σκοτάδι που τον τριγύριζε πέρα από τον χρυσό κύκλο πού 'ριχναν οι αναμμένες λάμπες. Σαν κάποιους να ζητούσε. Χτύπησε το βαρύ τσαρούχι στην γη. Αρχισε. Αργά, επιβλητικά, ρυθμικά. Σαν να κινήθηκε ο πλάτανος. Μπροστά του, πεσμένος στα γόνατα ο Αρβανίτης με το κλαρίνο έπαιζε. Με κλειστά τα μάτια και φουσκωμένο το λαιμό. Στα ροζιασμένα δάχτυλά του ένα πλήθος από ασημένια δαχτυλίδια άστραφταν. Στο πλατύ του μέτωπο βροχή πέφταν τα χαρτονομίσματα. Οι γιοί, οι γαμπροί, οι νύφες του γεροτσέλιγκα τον δώριζαν. Να παίξη καλά. Να χορέψη καλά ο πατριάρχης.

Κάθε κίνηση του γέρου ήταν χορός. Κάθε ήχος λες κι έβγαινε ταυτόχρονα με την κίνηση. Σαν τσάκιζε το πόδι ψηλά, σαν λυγούσε τη μέση, σαν έφερνε το χέρι πίσω απ' το κεφάλι. Ο ήχος χύνονταν μέσα από τις βαρειές κλειδώσεις του τσέλιγκα. Δεν ήταν χορός εκείνος, ήταν προσευχή.

Οι φθόγγοι λιγώθηκαν στο κλαρίνο, ο γέροςς ακολούθησε, το πλήθος τον κυττούσε. Το νταούλι δυνάμωσε, ο τσέλιγας έδωσε μια και τού 'φυγε το καλπάκι. Ενας χείμαρρος από λευκά μαλλιά χύθηκαν στο μπρούντζινο λαξευτό του πρόσωπο. Μια αντάρα στα γαλανά του μάτια. Διέταξε τσάμικο.
... Μην πήτε πως σκοτώθηκα
ωρέ παιδιά καημένα
Μον' πήτε πως παντρεύτηκα
στα έρημα τα ξένα..."

Η τελευταία επιθυμία του κλέφτη στους συντρόφους. Ποια εικόνα παληά ύφανε το τραγούδι; Ποιο φάντασμα των περασμένων κάλεσε το κλαρίνο; Ο γέρος σήκωσε πάλι το δεξί ψηλά σε χαιρετισμό, τέντωσε το ψηλόλιγνο κορμί του επάνω από το φως, προς τη νύχτα, σαν δοξάρι και πήδηξε. Τσαλίμι εικοσάχρονου παλληκαριού. Αψογο.

Επεσε κάτω και δεν σηκώθηκε. Τα γαλανά, πεντακάθαρα μάτια του έμειναν ανοιχτά. Ηταν ο τελευταίος του χορός.

Ν. Ι. Μέρτζος
Μακεδονική ζωή, 111, Αύγουστος 1975

***************************************
***************************************

PAR052

MertzosN01GR.doc