Τεκμήρια ::  Περιοχή : Σάμος,η

Τεκμήρια :

( 25 )

Εικόνες  

( 7 )

Ηχογραφήματα  

( 2 )

Κείμενα


Κείμενο : 2 Χοροί που χορεύουν στη Σάμο
Πηγή : /P062-07 , Ευρετήριο : O-3E7AF122

Νικόλαος Δημητρίου

Χοροί που χορεύουν στη Σάμο



Δημητρίου, Νικόλαος: "Χοροί που χορεύουν στη Σάμο", Παράδοση και Τέχνη062, σελ. 12-15, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Μάρτιος-Απρίλιος 2002. Από τα "Λαογραφικά της Σάμου", Αθήνα 1983.






Χοροί που χορεύουν στη Σάμο

Χοροί γίνονται στους γάμους, στις τοπικές γιορτές εορταζομένων αγίων, στις Μιγάλις Απόκριις και το Πάσχα. Παλιότερα, όχι μονάχα στις μεγάλες γιορτές αλλά και στα παράσκουλα και τις βρουχαριές του χειμώνα χόρευαν. Για λόγους οικονομικούς προτιμούσαν το χορό σε μεγάλα μονοκάμαρα σπίτια. Αλλά και για άλλο λόγο: λογαριάζονταν για ανήθικες οι γυναίκες που θα τολμούσαν να μπουν σε καφενείο, εκτός από την περίπτωση γάμου.

Στο χωριό μου (Μαυρατζαίους) ήταν δυό τσαμπ'νάρδις. Ο καθένας τους διέθετε σπιτάρα για χορό. Συνάζονταν λοιπόν πότε στη μια και πότε στην άλλη τα παλικάρια και οι κοπέλες του χωριού και δώσ' του χορό όλη τη μέρα. Η γυναίκα του τσαμπουνιάρη φρόντιζε να ειδοποιήσει τους απόντες: "- Ελα στο σπίτι κι έχομε χορό, θά 'ναι και ο λιγάμινους έλεγε στη μια". "- Ελα στο σπίτι στο χορό, θά 'ναι κι η λιγάμινι", έλεγε στον άλλο.

Μοναδικό όργανο για χορό ήταν η τσαμπούνα, χωρίς τουμπελέκι ή νταούλι. Η μάνα μου η μακαρίτισσα, ποτέ της δεν είχε δει τέτοιο όργανο, ως μού 'λεγε, στη Σάμο.

Μπροστά χόρευε ένα αγόρι. Αυτό ήταν ο κάβους. Ακολουθούσαν τα κορίτσια και στο τέλος πάλι αγόρι, που λεγόταν πέταλα ή στα πέταλα. Αγόρι στη μέση του χορού απαγορευόταν να πιάσει. Μόνο ο γαμπρός είχε αυτό το δικαίωμα, στη διασκέδαση του γάμου. Στη μέση του χορού όρθιος στεκόταν ο τσαμπουνιάρης κι έπαιζε την τσαμπούνα. Χόρευαν Συρτό και Πηδηχτό. Ο καθένας που έσερνε το χορό ("ήταν στον κάβο") άμα τελείωνε έβαζε μέσα στο τσαρούχι του τσαμπουνιάρη μια-δυο δεκάρες.

Το χορό με την τσαμπούνα τον ακολουθούσε χορός δίχως αυτή. Χόρευαν τραγουδστά. Τον προτιμούσαν, γιατί και χωρίς πληρωμή χόρευαν και γιατί δινόταν η ευκαιρία στα ζευγάρια να φανερώσουν τα αισθήματά τους και τους καημούς τους, έστω και με στίχους. Ξομολογήσεις ερωτικές, παράπονα, υποσχέσεις, παινέματα και διακοπή σχέσεων κάποτε. Ελεγε ο μπροστινός του χορού τον πρώτο στίχο ενός δίστιχου τραγουδιστά και τον πανελάβαιναν όλοι οι άλλοι του χορού, αλλά και του ακροατήριου όσοι ήθελαν. Το ίδιο γινόταν για κάθε στίχο και δίστιχο. Οποιοσδήποτε, έστω κι αν δεν χόρευε, είχε το δικαίωμα να πει δικό του δίστιχο. Πολλές φορές το τραγούδι έπαιρνε τον τύπο τραγουδιστού διάλογου μεταξύ δυο ερωτευμένων. Καμιά φορά πάλι ο διάλογος έφτανε σε διακοπή σχέσεων, οπότε άρχιζαν τα πεισματικά τραγούδια, τσουχτερά και αδιάκριτα. Τόσο που προκαλούσαν τα κλάματα αυτών που τά 'λεγαν και κείνων που τ' άκουαν. Σήμερα οι τραγουδιστοί χοροί περιορίστηκαν στους γάμους μονάχα. Ούτε και στις σπιτάρες χορεύουν. Οι δημόσιοι χοροί γίνονται στις πλατείες του χωριού και στα καφενεία.

Με το πέρασμα του καιρού οι τσαμπούνες άρχισαν να χάνονται. Μόνο τις απόκριες κάνουν την εμφάνιση τους. Τις ξετόπισαν στην άρχη οι φυσαρμόνικες, η μικρή (πρόγονος του σημερινού ακκορντεόν) και οι μεγάλες (αρμόνιο). Η μια με το πλαγιαστό φυσερό και η άλλη με το φυσερό από πάνω προς τα κάτω. Σιγά-σιγά καινούρια όργανα φκιάχτηκαν και οργανώθηκαν σε κομπανίες, ζ'γές όπως συνηθίζουν να τις λένε στα χωριά μας. Στην αρχή φυσαρμόνικα και λαούτο (λαγούτο), αργότερα προσθέσανε το βιολί, το σαντούρι, το κλαρίνο, την τρόμπα, το τρομπόνι και κάπου-κάπου και την μπασαβιόλα.

Παράλληλα με τα όργανα ήρταν καινούριοι σκοποί και τραγούδια. Στην έποχη της τσαμπούνας δυο χοροί ήταν: ο Συρτός και ο Πηδηχτός. Σιγά-σιγά ήρταν: ο Πολίτικος, ο Σμυρνιός, ο Χασάπικος, οι τούρκικοι (Ζεϊμπέκικος και Νταβάρικος), οι Σούστες (κρητικιά και ρούσικη), ο Ψειριάρικος, ο Καλαματιανός και σπάνια ο Τσάμικος και ο Αργίτικος. Τέλος ήρταν οι ευρωπαϊκοί και αμερικάνικοι.

Ιδιαίτερος σαμιώτικος χορός δεν υπάρχει, νομίζω. Είναι α αιγαιοπελαγίτικος (νησιώτικος) στη βάση, με διαφορετικές κάπως φιγούρες (τζιλβέδις) που κάνει αυτός που χορεύει, ανάλογα με τη χορευτική του δεξιότητα. Είναι συρτός και πηδηχτός (πηδ'τός, μπητ'τός, μπηχτός). Ο Συρτός χορεύεται με δυό τρόπους: στα δυο, πολύ αργός, και στα τρία, πεταχτός λίγο και σύντομος. Ο αργός είναι μεγαλόπρεπος και σοβαρός. Χορεύεται συνήθως στους γάμους, γι' αυτό λέγεται και Νυφιάτκους, κι από τους νοικοκύρηδες, γι' αυτό λεγόταν Ν'κουκυραδίστκους. Ο Γοργός (στα τρία) συνηθίζεται πολύ από τους νέους και τις νέες ιδίως, με σκοπούς διάφορους. Αλλες ονομασίες του χορού μας αυτού (του συρτού) είναι:

Η κλώσα
Επειδή όταν τον παίζουν τα όργανα τραγουδούν το τραγούδι της κλώσας:
Κλώσα, τα πουλιά δε ντά βγανις σουστά.
Σού βανα ιννιά κι μου βγανις ιφτά.
Σού βανα εικουσιένα κι δε μου βγάνις κανένα.
Ε (η βρέ) παναθιμά σι κλώσα, φέτους θα σι κάμου γρόσα...

Τα βάσανα ή Καρλουβασίτκους
Από το δίστιχο του τραγουδιού:
Τα παλαιά μου βάσανα περάσανε και πάνε,
τα τωρινά γενήκανε φίδια για να με φάνε...
που τό 'λεγαν συχνα στίς διασκεδάσεις τους οι Καρλοβασίτες.
Αν είνι νά 'χου βάσανα κι πίκρις 'γώ για σένα
σύρι, πουλί μου, στου καλό κι έχ' ου θιός για μένα.

Ου ποταμός ή Τζάνι μ' πουταμέ μ'
Από το τραγούδι:
Πουταμέ μ', τζάνι μ' πουταμέ μου, βάι, βάι, βάι,
πουταμέ μ' σα γιμίσεις κι αρχινάς να κυματίζεις
(ή σα βαρείς κι κυματίζεις)
πάριμι στα κύματά σου, στα στριφουγυρίσματά σου
να μι πας στη ρύση-ρύση, μες στη μαρμαρένια βρύση
πού 'ρχουντι ξανθές κι πλένουν, μαυρουμάτις κι λιφκαίνoυν.
Ερχιτι ξανθή στη βρύση για να πιει κι να γιμίσει
έρχιτι ξανθή κι πλένει, μού 'χει τη γκαρδιά καημένη
έρχιτι κι μια μικρούλα, μού 'χει κάψει τη γκαρδούλα.

Του πλατανιώτικου νιρό ή 'π' του μπλάτανου νά 'χα νιρό
Από τον πρώτο στίχο του τραγουδιού:
'π' του μπλάτανου νά 'χα νιρό
(ή να 'χα νιρό απ' του μπλάτανου)
σταφύλ' απ' τη γκουλώνα
να 'χα κι την αγάπη μου
να τη φιλώ στου στόμα
(τον χορεύουν πολύ οι Πλατανιώτες). Για το χορό τούτο η γνώμη των πολλών είναι πως αφορά το νερό του χωριού Πλάτανος και πως είναι ιδιαίτερος, αρχαίος και μοναδικός χορός σαμιώτικος. Δική μας γνώμη είναι πως το νερό του δίστιχου δεν αφορά το νερό του χωριού Πλάτανος αλλά το νερό της πηγής και της συνοικίας Πλάτανος του χωριού Χώρα και πως είναι ο ίδιος σαμιώτικος χορός των άλλων χωριών. Τη γνώμη μας αυτή τη στηρίζουμε σε τούτο: Ο στιχουργός του δεύτερου στίχου του πρώτου δίστιχου, ήθελε να εκφράσει τον πόθο του "να 'χε και την αγάπη του να τη φιλεί στο στόμα”. Για να φτιάσει τον πρώτο ομοιοκατάληκτο στίχο πήρε δυο πράματα: το νερό του πλάτανου και το σταφύλι της Κολώνας (Ηραίο). "Αν ο στιχουργός βρισκόταν ή ήταν απ' τον Πλάτανο, το είχε πρόχειρο κοντά του το νερό. Το σταφύλι όμως της Κολώνας πώς το θυμήθηκε; Αν όμως παραδεχτούμε Χωρίτη το στιχουργό, το πράμα αλλάζει. Αυτός είχε μπροστά του το νερό της βρύσης Πλάτανος και αντίκρυ του, πολύ κοντά, την Κολώνα. Οι περισσότερες λοιπόν πιθανότητες είναι με το μέρος μας. Πρέπει να σημειωθεί πως ο χορός αυτός (ο Πλατανιώτικος) χορεύεται με δυο ρυθμούς (ένα στα δυό κι άλλο στα τρία) και με δυο σκοπούς διάφορους.

Βάγια στρώστε και λουλούδια
Σαμιώτικος επίσης χορός, συρτός στην αρχή και πηδηχτός στη συνέχεια. Πήρε το όνομά του από τις πρώτες λέξεις του ποιήματος του σαμιώτη ποιητή Ζήσιμου Σίδερη, που το ποίησε με την ευκαιρία της ένωσης της Σάμου με την Ελλάδα, πάνω στο μέτρο του σαμιώτικου χορού. Τον διδάσκονται και τον χορεύουν τα παιδιά των δημοτικών σχολείων τού νησιού μας. Παραθέτομε εδώ ολόκληρο το ποίημα:

Συρτός
Βάγια στρώστε και λουλούδια
και με χαρωπά τραγούδια
σύρτε τώρα το χορό (το χορό) παιδιά.
Στο νησί του Πυθαγόρα
σαν τον ήλιο αστράφτει τώρα
κι όλα τα χρυσών' η λευτεριά.
Σβύνουν της σκλαβιάς τα θάμπη
πέλαγα βουνά και κάμποι
σταίνουν πανηγύρια (πανηγύρια) και χαρές.
Στ' απαλόστρωτ' ακρογιάλια
την υμνούν τα μαϊστράλια
και πουλιά στου Κέρκη τις πλαγιές.

Πηδηχτός
Με τα μάγια που σκορπά
γίνοντ' όλα χαρωπά,
λάμπ' απ' τη φεγγοβολή
Δύσ' Ανατολή.
Ανοιξ' ήρθε τώρα,
μ' άνθια και δροσούλες
στο χορό οι λεβέντες
κι οι Σαμιωτοπούλες.
Μέσ' στην ακριβή μας γη
πρόβαλε καινούργ' αυγή
και δροσίζ' όπου περνά
κάμπους, πέλαγα, βουνά.

Τρόπος που χορεύουν
Είπαμε παραπάνω πως ο Συρτός χορεύεται από σειρά κοριτσιών και δύο άντρες, έναν στον κάβο κι άλλον στα πέταλα. Ολοι αυτοί είναι ενωμένοι με τα χέρια τους έτσι: Ο κάβος έχει το χέρι ελεύθερο για να κροταλίζει τα δάχτυλα τρίβοντας το χοντρό δάχτυλο πάνω στο καταμεσινό ή να χτυπάει τη μύτη του ενός παπουτσού του με τα τέσσερα δάχτυλα του χεριού του και γενικά να κάνει τζιλβέδις διάφορους. Με το αριστερό κρατάει το δεξί της δεύτερης γυναίκας. Η πρώτη γυναίκα κρατιέται με το δεξί της χέρι από την τσεπούλα του σακακιού (ή του γιλέκου, αν είναι καλοκαίρι) του κάβου και με το αριστερό που περνάει μπρος από την κοιλιά της δεύτερης και κρατάει το δεξί χέρι της τρίτης. Η δεύτερη κρατάει ως είπαμε το αριστερό του κάβου με το δεξί της, και με το αριστερό της, περνώντας μπρος από την κοιλιά, το αριστερό της τέταρτης. Με τον ίδιο τρόπο φτάνουν στά πέταλα, στον τελευταίο δηλαδή, που με το δεξί χέρι κρατάει το αριστερό της προτελευταίας και με το αριστερό του το αριστερό της τελευταίας. Κάθε χορεύτρια, περνώντας τα χέρια της από την κοιλιά των άλλων, προσέχει να περνάει το ένα της χέρι από πάνω απ' το χέρι της δεξιάς χορεύτριας και το άλλο από κάτω από το χέρι της αριστερής.

Οταν ο μπροστινός (κάβος) χορέψει στην αρχή συρτά και στη συνέχεια πηδηχτά, κόβει και πάει στα πέταλα. Κάποιος άλλος θα μπει στον κάβο και ο χορός συνεχίζεται. Καθένας που χορεύει στον κάβο, μόλις τελειώσει κουλλάει στα όργανα, ανάλογα με την οικονομική του αντοχή ένα χρηματικό ποσό και έπειτα, ως είπαμε, θα πάει να αντικαταστήσει τα πέταλα. Αν κάποιος χορευτής δεν έχει την υπομονή να περιμένει να κόψει ο κάβος και στη συνέχεια να πιάσει αυτός, πηγαίνει και στέκει μπρός του και του ζητεί την άδεια να χορέψει, χαιρετώντας με χαμόγελο, κάπως στρατιωτικά, και λέγοντας ”μι τσ' υγείς”.

Τον κάβο και τα πέταλα, την ώρα που χορεύουν, τους κερνάν οι φίλοι. Στις γυναίκες δεν προσφέρουν τίποτα. Στο δημόσιο χορό έχει το δικαίωμα να χορέψει όποιος θέλει. Ο κάβος, πριν αρχίσει να χορεύει, προσκαλεί όποιες θέλουν να σηκωθούν στο χορό. Προτιμάει βέβαια τις συγγένισσές του και, μαζί με αυτές, φυσικά και το κορίτσι του. Τραγούδια του χορού θα παραθέσουμε παρακάτω.

Οι άλλοι χοροί

Ο Τσάμικος
Χορευόταν σπάνια ο "Αητός”. Αργότερα τον δίδασκαν στο σχολείο. Αραιά και πού χορευόταν κι ο Αργίτικος.

Ο Καλαματιανός
Αρχισε να χορεύεται μετά την Ενωση, που τον δίδαξαν τα σχολεία.

Οι χοροί Πολίτικος και Σμυρνιός
Είναι επίσης συρτοί χοροί και χορεύονται από δύο μονάχα άντρες συνήθως, ή από μια γυναίκα κι έναν άντρα. Στις πρώτες φιγούρες χορεύουν μαζί με μαντίλι στα χέρια. Επειτα ξεχωρίζουν και χορεύει καθένας χωριστά αλλά αντίκρυ ο ένας στον άλλο, γι' αυτό λέγονται και ”αντικριστοί” χοροί ή "καρσιλαμάδις" τούρκικα. Μετά τον αντικριστό ακολουθούσε ο Μπάλους. Ο ένας χορευτής σταματάει και τραβάει αμανέ με την υπόκρουση των οργάνων, ενώ ο άλλος εξακολουθεί να χορεύει στον τόπο. Μετά το μπαλάρισμα αυτό συνεχίζεται λίγο ακόμα ο αντικριστός και τελειώνουν. Κολλάει ο ένας στα όργανα όσο θέλει και κάθονται στην παρέα. Μπάλoυς λέγεται κι ο χορός που χορεύουν μόνο άνδρες, ενωμένοι με τα χέρια στους ώμους ή στις πλάτες. Χορεύεται σα συρτός με μεγάλα βήματα και στη συνέχεια γρήγορος και πηδηχτός.

Ο Χασάπικος
Δε χορευόταν όπως ο σημερινός, αλλά όμοια κάπως με το Μπάλο.

Τούρκικοι χοροί
Χορεύονταν στα χρόνια της Ηγεμονίας. Τους χόρευαν οι Μικρασιάτες χριστιανοί στα πανηγύρια μας κι απ' αυτούς τους έμαθαν κι οι Σαμιώτες, όπως επίσης τους μετάφερναν και Σαμιώτες που εποχιακά εργάζονταν στη Μικρασία. Χορεύονταν από έναν άνδρα μονάχα ή κι από περισσότερους, καθένας για λογαριασμό του. Ιδιαίτερες ονομασίες των τούρκικων χορών ήταν: Ο κυρίως τούρκικος, γοργός και ανάλαφρος, ο Ζεϊμπέκικος, ο Νταβάρικος, βραδύς και βαρύς, και ο Απτάλικος ή Ψειριάρικος, που χορευόταν απ' τους Απτάληδες, που ήταν κάτοικοι των βουνών. Τον Απτάλικο τον χόρευαν στη Σάμο κοροϊδευτικά, μόνο τις απόκριες, κάποτε. Χορός μεγαλόπρεπος ήταν και η Μπράφα ή Βλάχα, από το τραγούδι: "Μπράφα, μωρ' μπράφα, τα φλουριά σου νά 'χα. Μπράφα, μπραφοπούλα, καημένη Βλαχοπούλα". Η: "Βλάχα, μωρ' βλάχα, τα μαλλιά σου νά 'χα, Βλάχα, Βλαχοπούλα κι Αρβανιτοπούλα".

Δίστιχα του τραγουδιστού χορού

Απού του Μάη σ' αγαπώ, που μάζιβις τα φύλλα,
θε να τη γκόψου τη μουριά κι θα τη γκάνου ξύλα.
Θα σ' αγαπώ θα σ' αγαπώ, κι όταν απουθάνου,
η αγάπη μου θα .βρίσκιτι, στά κόκαλα μ' ιπάνου.
Κυπαρισσάκι μου κουντό κι κουντουκλαδιμένου,
όσις αγάπις έκαμα, συ μ' έχεις μαραμένου.
Κλαίει του κλήμ' ακλάδιφτου, κλαίει κι κλαδιμένου
κλαίνι κι τα ματάκια μου, για σένα, χαϊδιμένου.
Μι τ' άσπρα σ' είδα σήμιρα κι χάρηκα λιγάκι
που για να στάξει ήτανι τ' αχείλι μου φαρμάκι.

Νικόλαος Δημητρίου
Από τα "Λαογραφικά της Σάμου", Αθήνα 1983


*******************************************
*****************************************

PAR062

Dimitriou02GR.doc