Τεκμήρια ::  Περιοχή : Σάμος,η

Τεκμήρια :

( 25 )

Εικόνες  

( 7 )

Ηχογραφήματα  

( 2 )

Κείμενα


Κείμενο : 1 Το σαμιώτικο λαϊκό τραγούδι
Πηγή : /P040-08 , Ευρετήριο : O-15B1D18D
Θέμος Στεφανίδης

Το σαμιώτικο λαϊκό τραγούδι


Στεφανίδης, Θέμος: "Το σαμιώτικο λαϊκό τραγούδι", Παράδοση και Τέχνη 040, σελ. 18-19, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Ιούλιος-Αύγουστος 1998. (Από το βιβλίο: Α. Καραθανάσης (επιμ.): Ανθολογία σαμιακής λογοτεχνίας. Αθήνα , Στόχος, 1975)



Το σαμιώτικο λαϊκό τραγούδι

Ολοι οι ελληνικοί χοροί, απ' όσους τουλάχιστον μπορώ να ξέρω, έχουν το πολύ δυό διαφορετικές στροφές (κάμποσοι και μία μονάχα), που η αδιάκοπη επανάληψή τους τούς κάνει να φαίνονται μονότονοι, και σαν χορεύονται δείχνουν πως έχουν μόνο αρχή, δίχως νά 'χουν και μουσικό τέλος, γιατί η μουσική τους είνε πάντα η ίδια, ταιριασμένη πάνω σε ομοιόμορφα μετρικώς δίστιχα. Στο σημείο αυτό τολμώ να εκφράσω την ταπεινή μου γνώμη και να υποστηρίξω πως αιτία της μουσικής μα και χορευτικής αυτής μονοτονίας και φτώχειας, είνε το ότι οι χοροί αυτοί είνε "τραγουδιστοί". Γίνηκε δηλαδή πρώτα το τραγούδι σε δίστιχα ομοιόμορφα και πάνω στο πρώτο δίστιχο ταιριάστηκε η μουσική. Ετσι η μουσική επαναλαμβάνεται πάντα η ίδια - κι' αναγκαστικά οι ίδιοι βηματισμοί - πάνω σε ατέλειωτα δίστιχα, που μετρικώς είνε ίδια με το πρώτο, που χρησιμοποείται σαν πρότυπο.

Το μεγάλο αυτό μειονέκτημα δίνει την εντύπωση στο θεατή πως οι χορευτές χορεύουν "εις το διηνεκές", κι αναρωτιέται πότε θα τελειώσουν, ώσπου κόβουν το χορό σ' όποιο δίστιχο θέλουν, την ώρα που λαχανιασμένοι δεν βαστάνε πιότερο. Ετσι όλο το ξετύλιγμα των χορών αυτών, και ξεχωριστά το φινάλε, δεν έχει καμμία αισθητική ποικιλία.

Στον Σαμιώτικο όμως χορό δεν γίνεται έτσι. Ο Σαμιώτικος έχει το προνόμιο να μην έχει δύο στροφές, όπως οι άλλοι ελληνικοί, ούτε τρεις, ούτε καν τέσσερες, μα πέντε στροφές, ολότελα διαφορετικές η μία από την άλλη. Δεν χορεύεται όπως οι άλλοι οι χοροί πάντα με τους ίδιους βηματισμούς, και δεν κόβεται με τη θέληση των χορευτών.

Με τις πέντε του μουσικές στροφές σφιχτοδεμένες, φανερώνει μια οντολογική αυτοτέλεια, μια εσωτερική αυτονόμηση. Είναι ένας πολυποίκιλος χορός, πού 'χει αργόσυρτη αρχή, το περπάτημά του ξετυλίγεται σε κάθε στροφή και πιο γρήγορα, ώσπου κοντοφτάνοντας στο τέλος μεθάει κυριολεκτικά, παίρνει ένα διονυσιακό οίστρο ξεφρενιασμένου πηδηχτού και κόβεται μέσα σ' ένα αποκορύφωμα σβελτοσύνης. Η όλη υφή των πέντε στροφών έχει την αγωγή ενός μουσικοχορευτικού κρεσέντο - κλασικής μορφής - που στις πέντε του διαδοχικές στροφές θα πρέπει μουσικά να δοθεί ο χαρακτηρισμός της αγωγής "λάργκο", "αντάνε", "αλέγκρο", "πρέστο" και "πρεστίσσιμο", που όσο πάει και γίνεται πιο πρεσίσσιμο στο τέλος.

Εχει λοιπόν το προνόμιο να μας δίνει και να μας δείχνει πέντε διαφορετικές στροφές, με διαφορετική μουσική και διαφορετικούς βηματισμούς, με μία όμως ομοιογένεια κι αλληλουχία μουσικοχορευτικού ύφους και μορφολογικό σύνδεσμο, που όπως ξετυλίγονται συνταιριασμένες και σφιχτοδεμένες, δίνουν την εικόνα πως η μία προετοιμάζει την άλλη και θα μπορούσε νά 'λεγε πως μοιάζουν σαν μουσικές "καθυστερήσεις", που το αυστηρό αρμονικό ύφος τις θέλει "προετοιμασμένες"... Εκτός όμως απ' τη μουσική και βηματική ποικιλία υπάρχει και η θεαματική. Οι χορευτές δεν πιάνονται σ' όλες τις στροφές με τον ίδιο τρόπο. Στις πρώτες τρεις κρατιούνται απ' τις παλάμες - ο πρώτος με το μαντήλι - λιγάκι ξέμακρα ο ένας απ' τον άλλο. Μ' απ' την τέταρτη, πού 'ναι χαρακτηριστική προετοιμασία της τελευταίας, αγκαλιάζονται όλοι σφιχτά απ' τους ώμους κι αποτελούνε έναν χορευτικό κύκλο, γεμάτο ζωντάνια, φωτιά και παλμό.

Το διαλεχτό αυτό προνόμιο του χορού μας πρέπει να τ' αποδώσουμε σ' ένα άλλο, παρόμοια μεγάλο προνόμιό του: Πως ο χορός αυτός δεν είνε χορός "τραγουδιστός", όπως όλοι οι ελληνικοί χοροί. Ο Σαμιώτικος χορός δεν έχει λόγια. Εχει μόνο την πολυποίκιλη μουσική του και τη μουσική αυτή την έσωσε και τη φύλαξε ως τα χρόνια μας η παράδοση. Αγνωστη η εποχή της δημιουργίας του. Πρέπει να δεχτούμε πως δε θά 'ναι πολύ μακρινή, πάντως όμως σ' εποχή που υπήρχανε μουσικά όργανα για να παίζουν. Γιατί δεν μπορούμε να φαντασθούμε πως τον τραγουδούσανε με "τραλαλά", μήτε οι χορευτές - πράγμα απόλυτα αδύνατο στη γρήγορη αγωγή του - μήτε οι απ' έξω. Στο 1821 χορευόταν ο χορός αυτός. Τη δημιουργία του πρέπει να την τοποθετήσουμε πολύ πριν από το 1800, στον 18ο αιώνα. Κι αυτό μας δίνει ακόμα μια πρόσθετη απόδειξη πως οι Σαμιώτες, σαν νησιώτες, είταν από τότε πολύ πολιτισμένοι - Παρισινούς του Αιγαίου τούς έλεγε ο Σπ. Μελάς - για νά 'χουν σε χρήση μουσικά όργανα τέτοια που δεν χρειάστηκε να βάλουν λόγια στο χορό τους για να τραγουδιέται όπως οι άλλοι χοροί. Πάνω στη μουσική του χορού αυτού ταίριασε εμπνευσμένους στίχους ο Σαμιώτης ποιητής και μεταφραστής της Οδύσσειας Ζήσιμος Σιδέρης, τον καιρό που ενώθηκε η Σάμος με την Ελλάδα (1912-1913), κι' από τότε τραγουδιέται πια και με λόγια.

Αυτός είναι λοιπόν ο Σαμιώτικος χορός, ωραίος μέσα στους ωραίους και διαλεχτός μέσα στους διαλεχτούς ελληνικούς χορούς, που χορεύεται σαν "αυτοτελής" χορευτική φιγούρα, προκαλώντας πάντα ένα ακράτητο εθνικό και καλιτεχνικό ενθουσιασμό.

Εξετάζοντας τον Σαμιώτικο από τεχνική άποψη βλέπουμε πως η πρώτη του νότα αρχίζει όχι από κάποια νότα της συγχορδίας της τονικής, όπως είναι το κανονικό, μα από την έβδομη νότα της ελάσσονας κλίμακος, όχι "ηυξημένης", μα στη φυσική κατάσταση, έτσι που δεν δημιουργεί τον προσαγωγέα της ευρωπαϊκής σε απόσταση ημιτονίου απ' την τονική, μα με διαφορά ολόκληρου τόνου, που είναι χαρακτηριστικό ιδιαίτερο στην κλίμακα των ελληνικών τραγουδιών. Μια τέτοια αρχή μουσικού κομματιού από την έβδομη, μόνο σε βυζαντινές μελωδίες μπορεί να τη συναντήσει κανείς.

Και μια άλλη παρατήρηση ακόμα. Στην αρχή του κομματιού, η έκτη βαθμίδα είναι "ηυξημένη", κι αμέσως κατόπιν παρουσιάζεται στη φυσική της κατάσταση, πράγμα που μας θυμίζει τον Αιολικό τρόπο των αρχαίων. Αλλη ιδιοτυπία είναι πως στην τέταρτη στροφή ο τόνος πηδάει απ' τον ελάσσονα στον μείζονα τόνο της έβδομης βαθμίδας του ελάσσονα, στην φυσική της πάντα κατάσταση (από τη μι μινόρε σε ρε μαντζόρε). Κι ακόμα πως ο μείζονας αυτός τόνος τελειώνει στην συγχορδία του ελάσσονα της τονικής.

Θέμος Στεφανίδης
(από το βιβλίο: Α. Καραθανάσης (επιμ.): Ανθολογία σαμιακής λογοτεχνίας. Αθήνα , Στόχος, 1975)



*****************************************************
****************************************************

[φωτογραφία Σάμου]

PAR40

StefanidisTh01GR.doc