Τεκμήρια ::  Περιοχή : ΘΕΣΣΑΛΙΑ

Τεκμήρια :

( 13 )

Κινούμενες εικόνες  

( 30 )

Εικόνες  

( 43 )

Ηχογραφήματα  

( 2 )

Κείμενα


Κείμενο : 2 Κολίγοι της Θεσσαλίας.
Πηγή : /P057-03 , Ευρετήριο : O-BF6FCD5E

Μαρούλα Κλιάφα (Αφήγηση: Τέγος Ιωάννης)

Κολίγοι της Θεσσαλίας.

Κλιάφα, Μαρούλα (Αφήγηση: Τέγος Ιωάννης): "Κολίγοι της Θεσσαλίας", Παράδοση και Τέχνη 057, σελ. 10, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Μάϊος-Ιούνιος 2001. Σιωπηλές φωνές. Αθήνα, Καστανιώτης, 2000.



Κολίγοι της Θεσσαλίας

Αφήγηση του Ιωάννη Τέγου

Τα παλιά τα χρόνια, πριν γίνει το ελληνικό, το χωριό μας το Μαυρομμάτι ήταν πιο κάτω. Επεσε όμως μια αρρώστια κακιά και οι δικοί μας έφυγαν και πήγαν πιο ψηλά, στην Αγία Αικατερίνη. Υστερα οι Τούρκοι πούλησαν στον Ζωγράφο το μέρος. Ολη την περιφέρεια εδώ, μαζί και το δάσος, γύρω στις τρεις χιλιάδες στρέμματα, την όριζε ο Ζωγράφος. Αμα ταπήρε ο Ζωγράφος, εμείς όλοι γίναμε κολίγοι. Ο,τι ήθελε μας έκανε. Αμα ήθελε σου έδινε να κάνεις χωράφι, άμα δεν ήθελε μας έδιωχνε. Τα σπίτια που είχαμε τότε ήταν από πλιθί. Μπουσουλώντας έμπαινες, μπουσουλώντας έβγαινες. Καταή είχε χώμα. Αμα χαλνούσε η στέγη, δε σ' άφηνε τ' αφεντικό να τη σύρεις. Επρεπε να σου δώσει την άδεια αυτός κι ύστερα να μάσεις τα σταλάματα. Φτώχια.

Υστερα ο Ζωγράφος μας χώρισε σε τσιφτσήδες και παρακεντέδες. Τσιφτσής ήταν αυτός που είχε ζευγάρι και δούλευε τη γη. Ο παρακεντές ήταν με το μεροκάματο. Εκανε τις κατώτερες δουλειές. Εμένα ο παππούς μου, Νικολός Τέγος στ' όνομα, ήταν τσιφτσής.

Του 'λεγε τ' αφεντικό: "Ελα κάτω στη Λαζαρίνα και θα σου φτιάξω σπίτι δικό σου, θα σου πάρω κάρο...". Ηθελε να τον διώξει από το Μαυρομμάτι γιατί, όπως λέει κι η παροιμία, στους γκαβούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος. Ηταν ξύπνιος ο παππούς μου και τον φοβόταν ο Ζωγράφος. Θα πεις γιατί δεν τον έδιωχνε. Ηταν πολύ δουλευταράς ο Νικολός Τέγος. Ο κόσμος τότε δε δούλευε και πολύ. Γιατί να δουλέψει; Σάμπως είχε κάνα διάφορο; Ασε, πίσω από τον κόσμο ζούσαμε. Ούτε καφενείο δεν είχαμε. Πάνω στις κοπριές καθόμασταν και παίζαμε τα κιόσια (τσιλίκα).

Ηρθε κάποτε στο σπίτι μας ένας συγχωριανός, Φλώρος στ' όνομα, μαζί μ' έναν αξιωματικό Τυρογιάννη από τη Λάρισα. Αυτός σκοτώθηκε το '12 με τους Βαλκανικούς. Ο παππούς μου και κάνα δυο άλλα σπίτια είχαν καφέ. Οι άλλοι ούτε που νογούσαν τι είναι ο καφές. Φτιάχνει η γιαγιά καφέ, τους κερνάει... Αρπάζει το φλιτζάνι αυτός ο Φλώρος, νταγκ, το πίνει μονοκοπανιάς. Ζεματίστηκε. Είχε περάσει τον καφέ για τσίπουρο. Τόσο πίσω από τον κόσμο ήμασταν.

Τώρα θα σου πω και μια ιστορία για ένα φονικό. Αυτό έγινε στα 1910 ή 1911. Ηταν τότε που ο Μιχάλης Αλέξης δούλευε στα χτήματα του Ζωγράφου αγροφύλακας. Αυτός είχε έναν κουνιάδο που κάθε φορά που ήθελε να φτιάξει φράχτη πήγαινε κι έκοβε λυγαριές. Ο Ζωγράφος ήταν τέτοιος άνθρωπος που δεν ήθελε κανένας να κόβει τα δέντρα. Το απαγόρευε. Λέει ο Μιχάλης Αλέξης: "Νικολό, μη ματάρχεσαι να κόψεις λυγαριές γιτί θα το μάθει ο αφέντης και θα με πάψει. Πώς θα φυλάξω εγώ ύστερα τη φαμίλια;". Σκιάζονταν μην τον διώξει ο Ζωγράφος. Τίποτα αυτός. Δεν τον χαμπέριζε. Πάει αυτός πάλι στο χτήμα κι αρχινάει να κόβει τις λυγαριές. Παίρνει ο αγροφύλακας το δίκαννο. "Εξω γρήγορα", του λέει. Χυμάει αυτός καταπάνω του με το κλαδευτήρι ίσια να τον κλαδέψει. Σηκώνει ο Αλέξης το δίκαννο..., τραβάει..., πάρ' τον κάτω, τον σκότωσε. Τον έπιασαν και τον δίκασαν. Δεν έμεινε πολύ στη φυλακή. Με κάνα δυο τρία χρόνια τον έβγαλαν.


Μαρούλα Κλιάφα
Σιωπηλές φωνές. Αθήνα, Καστανιώτης, 2000.]


*****************************************************
*****************************************************


[η φωτο από το βιβλίο]
PAR057

Kliafa02GR.doc