Προβολή ::  Λήμμα : χορονταρίζω

χορονταρίζω , Χορεύω κάποιον, τον κάνω να χορεύει, στον Πόντο.

Συνδέσεις :

Περιοχές :

Πλυθησμοί :

 


Τεκμήρια :

( 1 )

Κείμενα



Πλοήγηση :
• Πλοήγηση σε Λήμματα No Query list