Τεκμήρια ::  Περιοχή : Κάρπαθος,η

Τεκμήρια :

( 11 )

Κινούμενες εικόνες  

( 42 )

Εικόνες  

( 30 )

Ηχογραφήματα  

( 2 )

Κείμενα


Κείμενο : 2 Χορός-χρόνος-χώρος σε πανηγύρι στην Κάρπαθο.
Πηγή : /P082-08 , Ευρετήριο : O-48C95D86

Μαριγούλα Κρητσιώτη

Χορός-χρόνος-χώρος σε πανηγύρι στην Κάρπαθο.


Κρητσιώτη, Μαριγούλα: "Χορός-χρόνος-χώρος σε πανηγύρι στην Κάρπαθο", Παράδοση και Τέχνη 082, σελ. 13-16, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., 7-8/2005.



Χορός-χρόνος-χώρος σε πανηγύρι στην Κάρπαθο


Κάθε χρόνο στις 27 Ιουλίου, του Αγίου Παντελεήμονος, γιορτάζεται στο Οθος Καρπάθου το πανηγύρι, το μεγαλύτερο ανάμεσα στα πανηγύρια του χωριού. Οι όπου γης Οθείτες φροντίζουν να είναι παρόντες στις τρεις μέρες του εορτασμού του: παραμονή, πρώτη μέρα και δεύτερη μέρα. Το επισκέπτονται και προσκυνητές από τα άλλα χωριά. Για την προετοιμασία του δουλεύουν αρκετές μέρες νωρίτερα πολλά άτομα, με το συντονισμό και την προσωπική εργασία της εκκλησιαστικής επιτροπής, ώστε να δώσουν την καλύτερη εικόνα του χωριού.

Το εκκλησάκι του άγιου βρίσκεται στις Στες, το πιο προνομιακό μετόχι του Οθους. Οι Στες έχουν εξελιχθεί σήμερα σε οικισμό, καθώς οι σημερινοί νοικοκυρέοι έχουν εξωραϊσει τα παλιά αγροτόσπιτα ή έχουν κτίσει καινούργια. Από αγάπη κι όχι από ανάγκη έχουν ανασυστήσει τα αμπέλια και τα περβόλια των προγόνων τους ή αγοράζουν χέρσα κομμάτια που γίνονται στα χέρια τους φροντισμένη και καρπερή γη. Ως προς τούτο ευνοεί το μπόλικο νερό των Στων, η πηγή του οποίου βρίσκεται σε ένα χαμηλότερο επίπεδο από την αυλή του Αι Παντελέμονα. Ο άγιος λοιπόν έχει θέση μέσα σ’ ένα πανέμορφο τοπίο φυσικής και καλλιεργημένης βλάστησης κι αγναντεύει πέρα μακριά στη θάλασσα τη γειτονική Κάσο, απολαμβάνοντάς την κάθε απόγευμα μέσα στα χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Συντελεί το μαγευτικό περιβάλλον, συντελεί και ο χαρακτήρας των Οθειτών που είναι φιλικοί, φιλόξενοι και γλεντζέδες, ώστε να ζωντανεύουν στο πανηγύρι φαγοπότια, γλέντια και χοροί με ταυτότητα.

Το κοινό για όλους φαγητό προσφέρεται στο μέγαρο, ειδική για τούτο μεγάλη αίθουσα που απέχει λίγα μέτρα από τον άγιο. Εκεί τρώνε κατά παρτίδες, κατά «τάβλες» όπως λένε. Σε κάθε τάβλα αντιστοιχούν 300 περίπου άτομα. Ωσπου να φάνει οι γιορταστές της μιας τάβλας οι άλλοι βρίσκουν την ευκαιρία να απολαύσουν κάποιες γωνιές του μετοχιού, να πάρουν κάτι στα καφενεία που στήνονται πρόχειρα, ενώ άλλοι επισκέπτονται τα στιάτικα σπίτια που είναι «ανοιχτά» για κάθε επισκέπτη αυτές τις μέρες. Σε κάθε σπίτι βρίσκεις δροσερά φρούτα και αναψυκτικά, γλυκά και καφέδες, μεζέδες και κρασί. Από σπίτι σε σπίτι πηγαίνουν και οι «παρέες», μεγαλύτερες ομάδες που συσπειρώνονται γύρω από τους οργανοπαίχτες κι έχουν σκοπό να τιμήσουν του Στιάτες με την παρουσία τους στο σπίτι τους, να τους ευχηθούν παραδοσιακά με αυτοσχέδιες μαντινάδες, δημιουργώντας έτσι τους πυρήνες που με την ιδιαίτερη αφοσίωσή τους στα μουσικοχορευτικά πράγματα θα σκορπίσουν το κέφι και θα κρατήσουν το πανηγύρι. Σε κάθε σπίτι κάθονται από μισή με μια ώρα, ανάλογα με την ευθυμία που δημιουργούν οι στιγμές. Οι συγκροτημένες με αυτήν τη μορφή παρέες μπορεί να είναι και δυο και τρεις. Με το που γέρνει ο ήλιος συγκεντρώνονται στην αυλή του άγιου, όπου γίνεται ο χορός.

Προβλήματα

Η σύγχρονη ζωή του νησιού, η αντικατάσταση των παλιών ασχολιών με επαγγέλματα που υπακούουν στους ευρύτερους κανόνες εργασίας και αγοράς, επιπλέον τα μηχανικά μέσα μετακίνησης, συντελούν ώστε οι περισσότεροι προσκυνητές να έρχονται την παραμονή, όταν δηλαδή δεν λειτουργούν οι διάφορες υπηρεσίες και τα καταστήματα. Μερικές φορές τα τελευταία χρόνια υπολογίστηκαν γύρω στους 1000. Αυτή η συνθήκη διαφοροποίησε τη διαδικασία του φαγητού. Οι μάγειροι την παραμονή φέρνουν τα καζάνια με τα φαγητά κάπου παράπλευρα στην αυλή του άγιου, τοποθετούν μπροστά τους τραπέζια και πάνω σ’ αυτά τα απαραίτητα αντικείμενα για το φαγητό: πιάτα, ποτήρια, κρασί κλπ. Ετσι ένας-ένας οι εορταστές, περνούν, σερβίρονται και επιστρέφουν κάπου στις πεζούλες της αυλής και στα σκαλιά της εκκλησίας για να φάνε και να πιουν. Με αυτόν τον τρόπο δεν καθυστερεί το ξεκίνημα του χορού.

Με τα χρόνια λιγοστεύουν οι άνδρες χορευτές. Οι νεότεροι δεν τολμούν να πάρουν στα χέρια τους το χορό. Στην παρούσα πολιτισμική φάση, μόνο όταν ξεκινήσουν οι μεγαλύτεροι να χορεύουν βρίσκουν κι αυτοί την ευκαιρία να καταλάβουν κάποια θέση στην αλυσίδα, χωρίς πρόθεση να ανταποκριθούν στα καθήκοντα του άντρα χορευτή. Αποφεύγουν δηλαδή να μείνουν στο χορό ώσπου να τον κλείνουν από τη θέση του τελευταίου, αποφεύγουν το επόμενη πράξη, που είναι να αποσπασθούν από εκεί και να γίνουν κορυφαίοι, να καθοδηγήσουν, όπως καθένας για ένα διάστημα, το σύνολο των χορευτών, ναχορέψουν από αυτή τη θέση και γι αυτό το διάστημα τις ντάμες τους, να τις τιμήσουν με αυτόν τον τρόπο, αλλά και με μια συμβολική πληρωμή στα όργανα. Δεν έχουν τη λογική, με μέσον το χορό να βγουν στο προσκήνιο της δημοσιότητας για να δείξουν τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που συντηρούν τις σχέσεις τους μέσα στην καθημερινή συνάφεια, να δείξουν ποιοι είναι και ποιες ιδιότητες τους διακρίνουν ή ποιες θέσεις παίρνουν ως μέρος του συνόλου και έναντι του συνόλου. Ενδεχομένως αισθάνονται την ανάγκη για όλα αυτά, αλλά δυσκολεύονται να διαχειρισθούν το σώμα τους μπροστά στο κριτικό βλέμμα του κοινού, προπάντων στις θέσεις που οφείλουν να διακρίνονται ανάμεσα στο σύνολο των χορευτών. Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει και σηματοδοτεί μια δύσκολη εποχή για το χορό που εκφράζεται σε πολλά επίπεδα.

Η ηγεμονία οργανοπαιχτών και μηχανημάτων

Τον καθοριστικό ρόλο τους στα πανηγύρια προβάλλουν καταπιεστικά οι οργανοπαίχτες, ιδιαίτερα από τα χρόνια που η οικονομική ευμάρεια των Καρπάθιων άρχισε να εκφράζεται με σημαντικά φιλοδωρήματα προς αυτούς. Μπορεί, ακολουθώντας τις παραδόσεις να μην διαπραγματεύονται μια αμοιβή, ωστόσο επιζητούν την αξιόλογη ανταμοιβή, δηλαδή τα σημαντικά φιλοδωρήματα από τους χορευτές και γενικότερα από τους εορταστές. Πάνω σ’ αυτό δημιουργούνται διάφορα προβλήματα. Κάποτε παραβιάζουν τους κανόνες της μοιρασιάς. Για παράδειγμα, κάποιο ζευγάρι οργανοπαιχτών, μετά το τέλος των μουσικοχορευτικών δραστηριοτήτων, δεν παρουσίασε τα χρήματα που συγκέντρωσε παίζοντας εκτός ή εντός του κύριου χώρου του γιορτής, ώστε να υπολογισθεί το συνολικό ποσόν και να μοιραστεί ανάλογα. Από εδώ ξεκινούν οι μεταξύ τους παρεξηγήσεις που έχουν αντίκτυπο στην κοινή γιορτή και το κοινό όφελος. Πριν από κάποια χρόνια, την παραμονή του αγίου Παντελεήμονος κάποιοι οργανοπαίχτες από γειτονικά χωριά έπαιζαν ολόκληρο το βράδυ στο καφενείο για μια ομάδα γλεντιστών, χωρίς να εμφανιστούν, όπως όφειλαν, στην αυλή και να προσφέρουν με την τέχνη τους στο σύνολο των εορταστών. Δικαιολογημένα ένοιωσαν αδικημένοι εκείνοι που αφιέρωσαν την τέχνη τους στην υπηρεσία των χορευτικών λειτουργιών. Την επόμενη μέρα, ανήμερα του πανηγυριού, οι πρώτοι δεν εμφανίστηκαν στο πανηγύρι και οι δεύτεροι κρατούσαν τις αποστάσεις τους με αποτέλεσμα να έρθει η ώρα του χορού και να μην αναβαίνουν στην εξέδρα οργανοπαίχτες.

Τα σχόλια έδιναν κι έπαιρναν ανάμεσα στον κόσμο που περίμενε. Θλίψη, εκνευρισμός ανάμεσα στους Οθείτες. «Μας ρεζίλεψαν οι οργανοπαίχτες», «Μας εκβιάζουν». Εκεί ήταν που έκλαψε ένας Οθείτης. «Επρεπε να δω τέτοια κατάντια στο πανηγύρι του Αη Παντελέμονα;»

Το Οθος είναι ένα μουσικό χωριό. Σήμερα οι παλαιοί μαζί με τους καινούργιους οργανοπαίχτες φτάνουν γύρω στους 18. Το πρόβλημα, όμως, ανάμεσά τους είναι πιο βαθύ. Εντονα ανταγωνιστικά παιχνίδια διαπλέκονται στις συμπεριφορές τους.Εκείνοι που έχουν καταξίωση λόγο ηλικίας, υπονομεύουν όλους τους νεότερους και συχνά πιο δεξιοτέχνες από αυτούς, ενώ προωθούν εκείνους με τους οποίους συνδέονται συγγενικά. Αποκαρδιωμένοι οι πρώτοι, έχουν αποφασίσει να μη διεκδικούν συμμετοχή, τουλάχιστον στις επίσημες εκδηλώσεις. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο δεν εμφανίστηκαν κάποιοι να παίξουν στην πιο πάνω περίσταση και να καλύψουν το κενό που δημιουργούσαν οι δίκαια θιγμένοι. Ενας επιπλέον λόγος πολύ σημαντικός μάλιστα, είναι ότι με τα μηχανικά μέσα που διαθέτουν ελέγχουν τα μουσικοχορευτικά πράγματα.

Από το 1976 περίπου έχουν στην κατοχή τους συστήματα ενίσχυσης ήχου. Η ηλεκτρονική απόδοση του ήχου έχει γίνει αναγκαία, καθώς οι χώροι των διασκεδάσεων είναι πολύ μεγαλύτεροι από τους παλιούς, καθώς επίσης δεν ισχύουν τα παλαιά κριτήρια συμμετοχής που περιόριζαν τη συμμετοχή. Με μέσον λοιπόν τα μηχανήματα εξουσιάζουν, κακοποιούν, διακυβεύουν, εκβιάζουν.

Τα τελευταία χρόνια έχουν προσαρτήσει στα μηχανήματά τους και ντραμ μασίν, εξάρτημα που προβάλλει το ρυθμό. Αυτό το ρυθμίζουν έτσι που να ακούγεται περισσότερο από τη λύρα, με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται η ίδια η μελωδία, να χάνονται από το αυτί τα λεπτά μουσικά στοιχεία που δημιουργούν το μουσικό ύφος, που κατ’ επέκταση υπαγορεύουν και το χορευτικό ύφος. Το τάμπα-τούμπα είναι τόσο κυρίαρχο που δεν αναγνωρίζει κανείς αν πρόκειται για τη μελωδία της Σούστας, του Πάνω Χορού ή του Ζερβού και των άλλων χορών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λένε οι άλλοι μουσικοί επιχειρείται μια συγκάλυψη των αδυναμιών στο παίξιμο του ρυθμικού οργάνου, του λαούτου, εφόσον σ’ αυτό πειραματίζεται ο γιος ή ο ανιψιός ή ο γαμπρός του λυριστή.

Συμβαίνει και το εξής κακόγουστο: όταν πάρουν θέση στην εξέδραοργανοπαίχτες που ξεσηκώνουν τους χορευτές, τότε οι οργανοπαίχτες-ιδιοκτήτες και χειριστές των μηχανημάτων αλλάζουν το χρόνο στο ντραμ μασίν σε πολύ αργό ή πολύ γρήγορο από το τέμπο της Σούστας ή του Πάνω χορού, με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι ερμηνευτές οργανοπαίχτεςνα αλλάξουν τη ρυθμική αγωγή, καθώς είναι συνδεμένοι με τα μηχανήματα και ακούνε ηχηρά ένα άλλο τέμπο από αυτό που θέλουν να τηρήσουν. Πρόκειται για μια παγίδα την οποία ούτε ο κόσμος ούτε οι παλιοί οργανοπαίχτες μπορούσαν να καταλάβουν. Οι νεότεροι που το αντιλήφθηκαν δεν ήθελαν να συνδέονται με τα μηχανήματα.

Η εκκλησιαστική επιτροπή, έχοντας και το ρόλο της οργανωτικής επιτροπής στην περίπτωση των πανηγυριών, δεχόταν τα παράπονα των Οθειτών για τις συμπεριφορές των οργανοπαιχτών. Συνειδητοποιώντας, προπάντων τα αδιέξοδα στα οποία μπορούν να οδηγήσουν ένα ολόκληρο χωριό και τα πανηγύρια του έκαναν σκέψεις να δίνουν κατ’ αποκοπή σε κάποια ορχήστρα τα πανηγύρια, όπως κάνουν άλλα χωριά τα οποία δεν έχουν οργανοπαίχτες. Οσο για τον εκτοπισμό των νέων οργανοπαιχτών, τον άφηναν στην κρίση των παλαιότερων. Στην ουσία έδιναν σ’ αυτούς προτεραιότητα και δικαιώματα αποφάσεων, επικαλούμενοι ότι είναι μόνιμοι κάτοικοι κι επομένως διαθέσιμοι στις καθημερινές μουσικές απαιτήσεις κάθε εποχής, σε αντίθεση με τους νεότερους που ως φοιτητές, απουσιάζουν τον περισσότερο χρόνο και ως εκ τούτου δεν δημιουργούν με τους μόνιμους κατοίκους σχέσεις επιβαλλόμενες από τις προκύπτουσες ανάγκες. Τελικά, νωρίτερα από τον εορτασμό του Αγίου Παντελεήμονος του 2004 κάλεσαν όλους τους οργανοπαίχτες του χωριού και από κοινού αποφάσισαν τη συμμετοχή όλων, νέων και ηλικιωμένων με την προϋπόθεση ότι η διαχείριση των φιλοδωρημάτων θα γινόταν με τα παραδοσιακά πρότυπα. Ετσι έγινε. Οταν όμως ανέβηκαν στην εξέδρα οι νεότεροι, προς το τέλος της χορευτικής δραστηριότητας, δεν ήθελαν να συνδεθούν με τα ηχητικά μηχανήματα, κι αυτό γιατί γνώριζαν ότι θα κατέστρεφε τη μουσική τους η σκόπιμη επέμβαση στο ντραμ μασίν. Οι συζητήσεις των γύρω αναφέρονταν τώρα πάνω στην ακουστικότητα της μουσικής μέσα στον πραγματικά μεγάλο και επιπλέον ανοιχτό χώρο της αυλής του άγιου.

Η διαχείριση του χορευτικού χωροχρόνου

Στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονος, το 2004. Είχε αρκετά προχωρήσει η ώρα όταν ανέβηκαν στην εξέδρα κάποιοι από τουςνεότερους οργανοπαίχτες. Δεν ήθελαν να συνδεθούν με τα μηχανήματα ενίσχυσης ήχου και για λόγους δεοντολογικούς και για λόγους προσωπικούς ανάμεσα σ’ αυτούς και τους ιδιοκτήτες των μηχανημάτων. Οι συζητήσεις των γύρω στρέφονταν πάνω στην ακουστικότητα της μουσικής μέσα στον πραγματικά μεγάλο και επιπλέον ανοιχτό χώρο της αυλής του άγιου.

Ο συνδυασμός των οργάνων ήταν λύρα, τσαμπούνα και λαούτο. Ο οξύς ήχος της τσαμπούνας έδινε ένταση στη μουσική, χωρίς ίσως να φτάνει στο αυτί εκείνων που ήθελαν να απολαμβάνουν το χορό από σημεία που βρίσκονταν εκτός του χώρου της αυλής.

Ο χορός στελιάστηκε με πολυπρόσωπη μάλιστα συμμετοχή. Μπήκα και η ίδια στην αλυσίδα, πρώτον για να απολαύσω το δεξιοτεχνικό παίξιμο και δεύτερον για να διαπιστώσω αν υπήρχε πρόβλημα ακουστικής. Η πραγματικότητα διέψευδε τις δηλώσεις των οπαδών της μηχανικής ενίσχυσης του ήχου. Μόνο η κακή διαχείριση του χώρου, του χρόνου και του χορού δημιουργούσε τέτοιο πρόβλημα. Και θα γίνω πιο σαφής. Οσο ο κύκλος περιστρεφόταν, έτσι όπως το επέβαλε η από γενιά σε γενιά εμπειρία των παλαιότερων, δηλαδή σε αρκετή ακτίνα γύρω από το κέντρο του, από τους οργανοπαίχτες, η εναρμόνιση κίνησης και μουσικής ήταν αποτελεσματική. Με την εναλλαγή όμως των χορευτών στον κάβο κάποιος κορυφαίος οδήγησε την αλυσίδα αρκετά έξω από τη νοητή κυκλική τροχιά του χορού, επιχειρώντας μια άλλη τέτοια τροχιά στο ένα άκρο της αυλής, όπου υπήρχε ελεύθερος χώρος εξαιτίας του επιμήκους σχήματός της και του δρόμου που προεκτεινόταν έξω από τα σύνορά της. Ετσι δημιουργούσε έναν κύκλο αφήνοντας έξω από αυτόν τους οργανοπαίχτες. Και ναι μεν οι χορευτές που, χορεύοντας, έρχονταν προς την πλευρά των οργανοπαιχτών άκουγαν την μουσική και ανταποκρίνονταν σ’ αυτήν, εκείνοι όμως που έφευγαν προς την άλλη πλευρά δεν άκουγαν και δεν μπορούσαν να συντονιστούν. Με αυτήν όμως την κίνηση ο κορυφαίος δημιούργησε και το εξής αδιέξοδο: ή θα τύλιγε το χορό σε σχήμα σαλιγκαριού, γιατί ήταν αδύνατον το μήκος μιας τέτοιας αλυσίδας να περιστραφεί εντελώς κυκλικά σε ένα τόσο μικρό χώρο, αντιμετωπίζοντας τη δυσκολία να το ξετυλίξει, γιατί έπρεπε το σύνολο των χορευτών, με πρώτους τους τελευταίους, να συντονιστεί σε αυτό το ξετύλιγμα, ή θα άνοιγε τον κύκλο που πήγαινε να δημιουργήσει, αντιμετωπίζοντας την ίδια δυσκολία, ή θα έσπαγε την αλυσίδα των χορευτών, γιατί το σταυρωτό δέσιμο δεν του επέτρεπε να περάσει κάτω από χέρια τους, όπως στον Καλαματιανό. Τελικά δοκίμασε αυτό το τελευταίο, προσπαθώντας να προχωρήσει με αρκετά διευρυμένες κινήσεις, ώστε να μπορέσουν σύντομα οι τελευταίοι χορευτές του κομματιού που έσερνε να συνδεθούν με τους πρώτους του άλλου που έμεινε ακέφαλο και με την προϋπόθεση ότι αυτοί οι τελευταίοι θα έπρεπε να παραμείνουν σε επιτόπιες κινήσεις μέχρι να έρθει η στιγμή της επανασύνδεσής τους και της αποκατάστασης του κύκλου.

Εκτός των εσφαλμένων κινήσεων του πρώτου, ο τελευταίος, όταν βρισκόταν στην απέναντι άκρη της αυλής, όπου πάλι για ίδιους λόγους υπήρχε ανάλογη ευρυχωρία, άνοιγε τον κύκλο, φέρνοντας την ουρά του, σχεδόν σε ευθεία γραμμή, καταστρέφοντας εν ολίγοις την καμπυλότητά του. Ετσι, κι αυτός απομάκρυνε την αλυσίδα από τους οργανοπαίχτες, δυσκολεύοντας το συγχρονισμό τους.

Με αφορμή αυτά τα τεχνικά προβλήματα του χορού, τα οποία επαναλαμβάνονται συχνά, αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να τα συναντούν οι χορευτές, για την ακρίβεια να τα δημιουργούν με τις ίδιες τις κινήσεις τους, να εμποδίζονται από αυτά, αλλά να μην βρίσκουν τρόπους να τα αντιμετωπίσουν. Μήπως είναι ελάχιστη η χορευτική εμπειρία; Μήπως είναι απαραίτητος ένας χορευτικός σύμβουλος, ένας τελετάρχης, όπως οι παλιοό μαγκουροφόροι που περιφέρονταν στο χώρο του χορού κι επανέφεραν κάθε είδους τάξη; Σήμερα δεν ακούγονται παραγγέλματα, όπως «Πίσω το χορό», «Βάστα πίσω», «Στον τόπο ο χορός», «Ο χορός στην τρούπα» του οποίου την ερμηνεία δεν μπορούσα να βρω και τώρα υποθέτω ότι αναφέρεται στο να διατηρούν οι χορευτές τη θέση τους στην περιφέρεια του κύκλου, στην τρύπα, καθώς η τρύπα εννοείται ως κυκλικό άνοιγμα.

Ολα αυτά έχουν σχέση με τη διαχείριση του χώρου, του χρόνου και του χορού. Θα αναφέρω ένα επιπλέον, ίδιας φύσης συχνό φαινόμενο, της συμπίεσης των χορευτών λόγω κεκτημένης ταχύτητας. Αυτό δημιουργείται όταν κάποιοι χορευτές προχωρούν περισσότερο από τους προηγούμενούς τους, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται στην έκταση της αλυσίδας κυρτοκοιλώματα που εμποδίζουν την ομαλή απόδοση. Εναπόκειται λοιπόν στην αντίληψη των χορευτών να κινηθούν κατάλληλα, ώστε να ανοίξει και να καμπυλώσει αρμονικά η χορευτική γραμμή, στο χώρο της οποίας να παίρνουν την κατάλληλη θέση. Εδώ αναφέρεται το σύνθημα «Πίσω το χορό», που εννοεί το τέντωμα της αλυσίδας προς τα πίσω, το οποίο αναλαμβάνει πρώτος ο τελευταίος άντρας και κάθε προηγούμενός του.

Ο ίδιος ο χορευτικός κύκλος λοιπόν είναι χώρος μέσα στο χώρο και κίνηση μέσα στο χώρο. Είναι επομένως και χρόνος γιατί η κίνηση αντιστοιχεί σε κάποιο χρόνο. Αλλά και η απόσταση από τους οργανοπαίχτες είναι χρόνος, ο χρόνος που απαιτείται ώσπου η μουσική να φθάσει στο αυτί του χορευτή. Η μουσική, επιπλέον, ο μουσικός ήχος, είναι κίνηση οργανωμένη με βάση το χρόνο, ένα συμμετρικά επαναλαμβανόμενο χρόνο, το ρυθμό. Το ρυθμό που επιβάλλεται να φθάσει και να περάσει στο σώμα του χορευτή, για να συγκρατεί τη χορευτική κίνησή του στο χρόνο που αναπτύσσεται η μουσική. Αυτές οι μορφές χωροχρονικών εκδοχών συνδέουν το χορευτή και τον οργανοπαίχτη. Ο οργανοπαίχτης «πιάνει το σφυγμό» του χορευτή κι ο χορευτής του οργανοπαίχτη, πιάνει ο ένας τα επαναλαμβανόμενα ρυθμομουσικά και ρυθμοκινητικά ερεθίσματα που εκπέμπει ο άλλος, όντας στα κατάλληλα σημεία του χώρου. Ετσι συντονίζονται οι πιο βαθιές, οι πιο εσωτερικές κινήσεις τους μέσα σε έναν χωροχρόνο με συγκεκριμένα όρια.


Μαριγούλα Κρητσιώτη

*****************************************************
*****************************************************

PAR082
KritsiotiM13GR.doc