Προβολή ::  Λήμμα : κολλώ ή κολάω

κολλώ ή κολάω , κερνώ χρήματα στους οργανοπαίχτες ή σε κάποιο τιμώμενο πρόσωπο. Ιδε και: κερνώ, πλουμίζω, πληρωμή οργανοπαιχτών.

Συνδέσεις :

 

Πλυθησμοί :

   


Τεκμήρια :

( 1 )

Κείμενα



Πλοήγηση :
• Πλοήγηση σε Λήμματα No Query list