Οι Χορευτικές Περιστάσεις

Η ζωή του αγρότη παλιότερα ήταν πολύ στερημένη και απαιτούσε αδιάκοπη σκληρή δουλειά. Με έθιμα όπως οι γάμοι και τα πανηγύρια δινόταν η ευκαιρία να διασκεδάσει κανείς και να βαθύνει τις σχέσεις του με τους άλλους. Ο χορός όμως και το τραγούδι δεν ήταν περιορισμένα χρονικά και τοπικά σε ορισμένες μόνο στιγμές, όπως είναι σήμερα. Όσο πιο πίσω πηγαίνουμε στον χρόνο, τόσο τα βρίσκουμε να διαπερνούν ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών εκδηλώσεων σαν αναπόσπαστα στοιχεία της καθημερινής ζωής. Αυτό άλλωστε είναι και το πιο ενδιαφέρον σημείο για μας που ζούμε στην βιομηχανική κοινωνία.

Ακόμα χορεύουμε στους γάμους και στα πάρτυ, όπως αντίστοιχα χόρευαν παλιά στις «χαρές» και στις «φιλιές». Μπορεί να μην πηγαίνουμε στα πανηγύρια αλλά πάμε να χορέψουμε στις ντισκοτέκ. Κανείς όμως δεν διανοείται να πάει «συγκαθίζοντας» στην εκκλησία, κανείς δεν θα τολμούσε να «ρίξει τις βόλτες του» στο γραφείο ή στο εργοστάσιο. Τα βράδια, στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών, οι οικογένειες δεν πιάνουν το τραγούδι, δεν χορεύουν μεταξύ τους. Βλέπουμε χορό, χωρίς να μπορούμε να πάρουμε μέρος σ' αυτόν, στην τηλεόραση και στο θέατρο την καθορισμένη ώρα. Ο χορός σήμερα, όπως κάθε κοινωνική εκδήλωση, είναι αυστηρά οριοθετημένος τοπικά και χρονικά.

Στην παραδοσιακή όμως κοινωνία, εκτός από τις εκδηλώσεις που δεν νοούνται χωρίς χορό, όπως οι γάμοι ή τα πανηγύρια, χορεύει κανείς σχεδόν οπουδήποτε και οποτεδήποτε αρκεί να έχει διάθεση και συντροφιά. Στο σπίτι, στην αυλή, στο χωράφι, στο καφενείο, στο καράβι, στην βοσκή, στην βρύση. Χωρίς προετοιμασία, έτσι επειδή τό φερε η στιγμή, ένας αρχίζει να τραγου­δάει και οι άλλοι παίρνουν τον σκοπό. Τα τραγούδια εναλλάσσονται όλο και πιο έντονα κι' όταν ανάψει το κέφι κάποιος θα σηκωθεί πρώτος παρασύρον­τας τους άλλους στον χορό. Αυτή είναι η καθοριστική διαφορά ανάμεσα στον χορό του τότε και του τώρα, η θέση του μέσα στον κοινωνικό ιστό, και όχι οι κινήσεις του.

Έτσι, δεν θα είχε νόημα να απαντήσει κανείς με κυριολεξία στο ερώτημα: πού χορεύουν; Γι αυτό θα ασχοληθούμε παρακάτω με τις πιο χαρακτηριστικές περιστάσεις όπου στήνεται χορός. Σε πολλές απ' αυτές, η τακτική επανάληψη συνδέει στις μνήμες των συμμετεχόντων ορισμένα τραγούδια με την συγκεκριμένη περίσταση. Τα τραγούδια αυτά θυμίζουν την σκηνή και αποτελούν τμήμα της, καταλήγουν να λέγονται μόνο σ' αυτήν παρ' όλο που τα λόγια τους σπάνια την εκφράζουν. Οι χοροί που χορεύονται με αυτά τα τραγούδια συνδέονται έτσι κι αυτοί με την περίσταση, λίγοι όμως απ' αυτούς τους περιστασιακούς χορούς έχουν διασωθεί, όπως αποκριάτικοι, πασχαλιάτικοι, νυφιάτικοι κλπ., Οι χοροί που συναντάμε σήμερα στα χωριά έχουν γίνει «γενικής χρήσεως» καμιά φορά όμως μπορεί κανείς ρωτώντας να βρει ότι στην αρχική τους λειτουργία ήταν συνδεδεμένοι με μιαν ορισμένη περίσταση.

Οι περιγραφές που ακολουθούν μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε παρεξήγηση γιατί αναγκαστικά γενικεύουν ένα γνωστικό πεδίο που όλη του η σημασία βρίσκεται στις τοπικές ιδιομορφίες. Όταν παρακάτω χρησιμοποιού­με τον ενεστώτα ή τον παρατατικό δεν σημαίνει ότι το έθιμο εκτελείται σήμερα, ή αντίστοιχα ότι δεν εκτελείται πια. Είναι απλώς σχήμα λόγου. Όταν χρησιμοποιούμε μιαν ορισμένη λέξη δεν σημαίνει ότι αυτή είναι η πιο σωστή, ή ότι χρησιμοποιείται σ' όλη την Ελλάδα. Απλώς διαλέξαμε την πιο κοινή στα σημερινά ελληνικά που έχουν επιβληθεί σαν δήθεν πιο «καθαρά», δηλαδή στην πελοποννησιακή διάλεκτο.

Όταν ακόμα περιγράφουμε εδώ με δυο λόγια ένα έθιμο, δεν σημαίνει ότι έτσι εκτελείται παντού, ούτε ότι κάποτε υπήρχε ένα «γενικευμένο ελληνικό μοντέλο» από το οποίο προήλθαν οι τοπικές παραλλαγές που βλέπουμε σήμερα. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι το κάθε χωριό δημιουργεί και εξελίσσεται αυτόνομα, παράλληλα και σε αλληλοεπίδραση με τον γύρω του κόσμο. Η αναγωγή σε κάποιο μακρινό παρελθόν, η επίμονη αναζήτηση της προέλευσης από τους παλιούς λαογράφους, κρύβει την ανικανότητα να μπουν βαθιά στην διασύνδεση των σημερινών φαινομένων που έχουν μπροστά τους.

Η μόνη σωστή αντιμετώπιση των εθίμων, χορευτικών και άλλων, είναι η λεπτομερής περιγραφή τους στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου χωριού, ή το πολύ μιας μικρής ομάδας γειτονικών και ομοιογενών χωριών. Μόνο τότε μπορεί να γίνει ανάλυση του κάθε κοινωνικού φαινομένου και να βρεθεί η εξάρτησή του από τα άλλα δεδομένα του ίδιου χώρου. Δυστυχώς όμως, η ελληνική λαογραφική βιβλιογραφία είναι γεμάτη από συλλογές αναφορών του ίδιου εθίμου από διάφορες περιοχές, του τύπου: τα έθιμα του γάμου ή οι γιορτές του Πάσχα σε όλη την Ελλάδα. Παρατίθενται σε μια ατέλειωτη σειρά οι πληροφορίες ότι στο τάδε χωριό κάνουν το άλφα, στο δείνα χωριό κάνουν το βήτα, κλπ., και στο τέλος το μόνο συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι όλα κάπως μοιάζουνε.
Οι παρακάτω διευκρινίσεις είναι απαραίτητες για να μην ξεκινήσει η έρευνα του ελληνικού χορού σε λάθος κατεύθυνση, παρασυρμένη από την μέχρι σήμερα αντιμετώπιση της παραδοσιακής κοινωνίας. Η διατήρηση, τόσο της χορευτικής ορολογίας όσο και των άλλων στοιχείων του χορευτικού εθίμου όπως διαμορφώθηκε στο τοπικό πλαίσιο, είναι συνυφασμένη με την διατήρηση του χορού στην παραδοσιακή μορφή του.