Ο χορός στην Αρχαία Ελλάδα

Κάθε συγγραφέας που αναφέρεται σε χορούς της νεότερης Ελλάδας θεωρεί υποχρέωσή του να προσθέσει ότι είναι οι ίδιοι με τους χορούς των ελλήνων της αρχαιότητας. Κατά περίπτωση, μπορεί να παραθέσει μια φράση από αρχαίο κείμενο ή μια εικόνα από αρχαίο αγγείο σαν τρανή απόδειξη της συνέχειας της φυλής, λες και χρειάζεται απόδειξη. Η αφελής αυτή αντιμετώ­πιση καλύπτει με μια δόση εύκολου πατριωτισμού την ανυπαρξία σοβαρών μελετών για τον νεοελληνικό χορό.

Μόνο αν βρίσκονταν στοιχεία στους χορούς της Αρχαίας Ελλάδας που να μην υπάρχουν στους άλλους λαούς, να είχαν όμως διατηρηθεί στους χορούς μας μέχρι σήμερα, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί πως εξασφαλί­ζεται η χορογραφική συνέχεια. Τίποτα τέτοιο δεν έχει όμως διαπιστωθεί. Για κάθε τι που γνωρίζουμε για το χορό των ελλήνων της κλασικής ή της σύγχρονης εποχής υπάρχει το αντίστοιχο στους χορούς άλλων λαών, είτε σε αρχαίους πολιτισμούς είτε σε πρωτόγονους είτε σε σύγχρονους. Αυτό βέβαια δεν στερεί σε τίποτα από την ιδιαιτερότητα των χορών στην Ελλάδα, μια και συνέχεια και ιδιαιτερότητα υπάρχει πάντα στην χορευτική έκφραση κάθε λαού σε κάθε εποχή, όπως και σε κάθε περιοχή και σε κάθε χωριό.

Οι πληροφορίες που έχουμε για τον χορό στην Αρχαία Ελλάδα είναι αρκετές για να κατανοήσουμε την θέση του χορού στην ελληνική κοινωνία, είναι όμως εντελώς ανεπαρκείς για να πάρουμε μια ιδέα του πώς χορεύονταν οι χοροί της εποχής εκείνης. Ξέρουμε πως υπήρχαν πολλά συγγράμματα που περιέγραφαν τους χορούς, τους ταξινομούσαν κατά είδη και εξηγούσαν την προέλευσή τους. Ελάχιστα όμως διασώθηκαν, κι αυτά από υστερότερες περιόδους. Τέτοια είναι τα «Θέματα Συμποσίου» του Πλουτάρχου (90 μ.Χ.) ο «Διάλογος για τον Χορό» του Λουκιανού (160 μ.Χ.), οι «Δειπνοσοφισταί» του Αθηναίου (215 μ.Χ.,) και τα «Διονυσιακά» του Νόννου (500 μ.Χ.,). Σποραδικές φράσεις, ονόματα και αναφορές για χορευτικές σκηνές βρίσκει κανείς στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη, τον Πλούταρχο και τον Ξενοφώντα, στον Αριστοφάνη και τους τραγικούς.

Τα ποικιλόμορφα στοιχεία που σταχυολογούνται στα γραπτά κείμενα συμπληρώνονται από τις παραστάσεις χορευτών σε αγγεία και σε ανάγλυφα, από όσα γνωρίζουμε για την μουσική και την μετρική των αρχαίων, και από τις γνώσεις που αποκομίζει κανείς μελετώντας τον χορό γενικά στις αρχαίες κοινωνίες. Το σύνολο πάντως του υλικού είναι τόσο αποσπασματικό, που υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για τις πιο διαφορετικές συμπληρώσεις, υποθέ­σεις, ερμηνείες και συμπεράσματα. Ίσως, αν κάποτε γίνουν συστηματικές μελέτες, να αποκτήσουμε μια πιο συγκεκριμένη εικόνα. Το μεγάλο θέμα του ελληνικού χορού, αρχαίου και νεότερου, περιμένει ακόμα τους ερευνητές του.

Οι Έλληνες ιστορικοί δεν ασχολήθηκαν με τον αρχαίο ελληνικό χορό. Ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ανατρέξει σε μελέτες ξένων, από τις οποίες σημαντικότερες είναι της LillianLawler και της GermainePrudhommeau. Οι δύο αυτές συγγραφείς μελέτησαν το εικονογραφικό υλικό και τις αναφορές σε αρχαία κείμενα που αφορούν τον χορό, καταλήγοντας σε διάφορες ερμη­νείες, η πρώτη από ιστορική και η δεύτερη από χορογραφική άποψη.
Τόσο οι παραστάσεις, όσο και τα εδάφια των κειμένων και των επιγραφών, δεν φαίνεται πάντως να αναφέρονται σ' αυτούς που εμείς θα λέγαμε σήμερα παραδοσιακούς χορούς, αλλά σε χορούς έντεχνους που εκτελούνταν στις πόλεις από καλά εκπαιδευμένους ερασιτέχνες ή επαγγελ­ματίες. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τους χορούς στα χωριά ώστε να είναι δυνατή κάποια σύγκριση, μπορεί όμως κανείς να υποθέσει ασφαλώς ότι οι θεαματικοί ή τελετουργικοί χοροί των πόλεων θα ήταν βασισμένοι στους λαϊκούς χορούς της εποχής εκείνης.

Η πρώτη δυσκολία στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τον αρχαίο ελληνικό χορό βρίσκεται στην ακριβή ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στους διάφορους όρους. Διατρέχει κανείς πάντα τον κίνδυνο, αντιμετωπίζοντας μιαν άλλη παιδεία (κουλτούρα), να προβάλει σ' αυτήν τις έννοιες που θεωρεί δεδομένες από την δική του παιδεία. Για παράδειγμα, το ρήμα «χορεύω» για τους αρχαίους σήμαινε χορεύω εν χορώ, ενώ σήμερα έχει μια πιο κινησιακή διάσταση η αντίστοιχη της οποίας εκφραζόταν με το ρήμα «ορχούμαι». Άλλη δυσκολία συναντιέται στην ερμηνεία των χορευτικών παραστάσεων από αγγεία, ανάγλυφα, αγάλματα κλπ., οι οποίες αναγκαστικά δεν είναι ρεαλιστι­κές αλλά υπακούουν σε ορισμένες τεχνικές και αισθητικές συμβάσεις.

Η ίδια η έννοια του χορού είναι σε μας πολύ πιο στενή από ό,τι στους αρχαίους. Στην σημερινή κοινωνία το κέντρο βάρους του χορού είναι στα πόδια, γι' αυτό όταν θέλουμε να μάθουμε έναν χορό ζητάμε να μάθουμε τα βήματα. Στις αρχαίες όμως κοινωνίες, όπως και στις πρωτόγονες, χορός ήταν μια πιο ευρεία έννοια, ανεξάρτητη πολλές φορές από τις κινήσεις του σώματος. Μπορούσε κανείς να χορεύει με τα χέρια μόνο ή με το κεφάλι (όπως βλέπουμε σε χορούς της Άπω Ανατολής) ή στέκοντας απλώς όρθιος (όπως οι τελευταίοι χορευτές στο Τσάμικο). Και βέβαια μπορούσε να χορεύει χωρίς καν οι κινήσεις του να είναι ρυθμικές.

Μια άλλη διάσταση του αρχαίου χορού, που διατηρείται ακόμα σήμερα, εκφράζεται από την ενεργητική χρησιμοποίηση του ρήματος χορεύω. Λέμε «χορεύει το μωρό στα γόνατά της» ή «θα σε χορέψω στο ταψί», ή «χορεύουν τα προικιά της νύφης», ή «ελάτε να χορέψουμε τα πεθερικά». Δηλαδή, κάνω ένα αντικείμενο ή ένα πρόσωπο να χορέψει, χορεύω προς τιμήν ενός προσώπου ή ενός αντικειμένου. Αυτή ακριβώς η διάσταση του χορού υπάρχει στα ελληνικά, αλλά όχι στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Άλλη βασική παρατήρηση, που αφορά τόσο τον χορό των «πρωτόγο­νων» όσο και των αρχαίων λαών, είναι η ενότητα που παρατηρείται ανάμεσα στον χορό, την μουσική και το τραγούδι. Το καθένα από αυτά τα τρία δεν είναι παρά μια άλλη όψη του ίδιου μοναδικού φαινομένου. Γι' αυτό, μπορούσε τότε κανείς να χορεύει ένα ποίημα, δηλαδή να εκφράζει με το σώμα του τα συναισθήματα που του προκαλούν οι στίχοι. Γι' αυτό, η ενόργανη μουσική δεν είχε τότε την αυτονομία και την διάδοση που έχει σήμερα.

Κι αυτή η έννοια διατηρείται σε έναν μικρό βαθμό στην παραδοσιακή κοινωνία, όπου συναντούμε συχνά κάποιο τραγούδι που έχει δικό του χορό και που δεν τραγουδιέται χωρίς να χορεύεται. Επίσης στο ότι πολύ σπάνια παίζεται μουσική που δεν συνοδεύει είτε το τραγούδι, είτε τον χορό, είτε και τα δυο μαζί. Ή ακόμα, στο ότι όταν ζητήσουμε από έναν χορευτή του χωριού να μας δείξει τα βήματα ενός χορού, δεν μπορεί να το κάνει αν δεν τραγουδήσει συγχρόνως το αντίστοιχο τραγούδι.

Δεν ξέρουμε αν υπάρχει στον αρχαίο χορό κάτι που να μπορεί να θεωρηθεί σαν αποκλειστική ανακάλυψη των Ελλήνων. Άλλωστε, δεν είναι απαραίτητο να βρίσκουμε για το κάθε τι κάποιον που να του αποδώσουμε την πατρότητα. Στα πολιτιστικά φαινόμενα δεν είναι όπως στην τεχνολογία, όπου ο εφευρέτης παίρνει την ευρεσιτεχνία. Οι λαοί δανείζονται εύκολα ό,τι τους ταιριάζει από τους γείτονες, ή ανακαλύπτουν πράγματα που άλλοι λαοί ανακάλυψαν ανεξάρτητα. Εκεί που σίγουρα οι Αρχαίοι Έλληνες φάνηκαν πρωτοπόροι ήταν στην λογική αντιμετώπιση του χορού με σκοπό να ταξινομήσουν τα στοιχεία του. Με την ορθολογιστική σκέψη που τους διέκρινε, θέλησαν να κατατάξουν τα συστατικά στοιχεία του χορού σε ένα ενιαίο οργανωτικό σύστημα.
Λίγα γνωρίζουμε για το σύστημα αυτό από τις γραπτές μαρτυρίες που έχουν διασωθεί. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η διάκριση των χορευτικών κινήσεων σε τρεις κατηγορίες: φοραί, σχήματα και δείξεις. Δεν είναι σαφές με ποια κριτήρια γινόταν η κατάταξη στην κάθε κατηγορία, μπορεί όμως κανείς να μαντέψει βασιζόμενος στα αποσπασματικά δεδομένα που υπάρχουν. «Φορά» θα πρέπει να ήταν κάτι σαν αυτό που στην ορολογία του μπαλέτου λέγεται port, με άλλα λόγια το στήσιμο, το ύφος, ο τρόπος που «φέρει» κανείς το κεφάλι του, το σώμα του (portdepête, portdecorps) όταν στέκεται ή όταν κινείται.

«Δείξις» είναι όταν ο χορευτής χρησιμοποιεί μια κάποια συνθηματική γλώσσα των χεριών ή του σώματος, όταν οι κινήσεις του είναι συμβολικές και ανάγουν σε κάτι άλλο, όταν γενικά παριστάνει κάτι. Η απλούστερη περίπτωση θα είναι όταν δείχνει προς μια κατεύθυνση με το χέρι του, ή όταν χειρονομεί. Τα «σχήματα» ήταν πάρα πολλά, με διαφορετική ονομασία και περιγραφή το καθένα, αρκετές από τις οποίες σώζονται. Σήμερα θα τα λέγαμε κινήσεις ή στάσεις.

Οπωσδήποτε, η παραπάνω ταξινόμηση ούτε σαφής είναι ούτε πειστική, όμως οι πληροφορίες που σώζονται για ό,τι αφορά τον χορό είναι σκόρπιες φράσεις μέσα στα κείμενα και σπανιότερα μια σύντομη περιγραφή ή απεικόνιση χορευτικής σκηνής. Η γενική εντύπωση που αποκομίζει κανείς είναι ότι οι αρχαίοι έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση για τον χορό, ιδίως για τις παιδαγωγικές του ιδιότητες. Κοινή ήταν η πεποίθηση ότι ο χορός είναι απαραίτητος για την διαμόρφωση σωστής προσωπικότητας, αλλά και σαν προετοιμασία για την μάχη. Γι' αυτό ο χορός αποτελούσε, μαζί με την γραφή, την μουσική και την γυμναστική, την βάση της εκπαίδευσης των νέων. Πολλοί συγγραφείς εγκωμιάζουν τον χορό σαν μέσο καλλιέργειας του σώματος και της ψυχής.
Στις πόλεις της Αρχαίας Ελλάδας η διδασκαλία του χορού στους νέους ήταν γενικευμένη. Στην Αρκαδία, ο Αθήναιος αναφέρει πως η εκπαίδευση των νέων στον χορό γινόταν με δημόσια δαπάνη και πως κάθε χρόνο οι πολίτες παρακολουθούσαν στο θέατρο τις χορευτικές επιδείξεις των μαθητών. Οι Θεσσαλοί, κατά τον Λουκιανό, τόσο τιμούσαν την τέχνη του χορού που ονόμαζαν «προορχηστήρες» (πρωτοχορευτές) τους ανώτερους άρχοντες της πολιτείας. Στην Σπάρτη η καλλιέργεια του σώματος είχε αναχθεί σε πολιτικό δόγμα, σε τέτοιο βαθμό που ο Αριστοτέλης στην «Πολιτική» του να τους κατακρίνει λέγοντας ότι η εκπαίδευση των Λακεδαιμονίων είναι τόσο σκληρή που τους κάνει θηριώδεις. Χόρευαν κυρίως πολεμικούς χορούς και εκτελούσαν στρατιωτικού τύπου ασκήσεις στον ρυθμό «εμβατηρίων». Ανάλο­γες χορευτικές ασκήσεις μάθαιναν τα κορίτσια και τις παρουσίαζαν δημόσια. Οι Σπαρτιάτες χόρευαν πριν από την μάχη και πολεμούσαν με ρυθμικές κινήσεις υπό τον ήχο αυλών.

Στην Αθήνα, εκτός από την βασική χορευτική παιδεία που είχαν όλοι οι πολίτες, οι νέοι των εύπορων οικογενειών έπαιρναν ιδιαίτερα μαθήματα στον χορό, την μουσική και την ποίηση από ονομαστούς «ορχηστοδιδασκάλους». Ο στρατηγός Επαμεινώνδας είχε πάρει τέτοια μαθήματα στην Θήβα και είχε ιδιαίτερη επίδοση στο παίξιμο του αυλού και της λύρας, στο τραγούδι και στον χορό, το ίδιο κι ο ποιητής Σοφοκλής. Ο Σωκράτης, στο «Συμπόσιο» εκδηλώνει την αγάπη του για τον χορό και την επιθυμία του να τελειοποιηθεί σ' αυτόν. Οι παλαιότεροι ποιητές ονομάζονταν «ορχηστές» γιατί, όχι μόνον δίδασκαν τα χορικά μέρη του δραματικού τους έργου, αλλά παρέδιδαν και ιδιαίτερα μαθήματα χορού.

Ο Πλάτων, στους «Νόμους» και την «Πολιτεία», εκφράζει κατηγορημα­τικά την πίστη του στις αρετές του χορού. Θεωρεί τον «αχόρευτο» άνθρωπο ταυτόσημο με τον αμόρφωτο, ενώ αντίθετα διακηρύσσει ότι η ευχέρεια στον χορό δείχνει άνθρωπο καλλιεργημένο. Προβλέπει με λεπτομέρειες την εκπαίδευση των νέων στην μουσική και την γυμναστική, όπου ο χορός έχει πρωτεύουσα θέση. Προτείνει τις ίδιες χορευτικές ασκήσεις για τα κορίτσια, όπως και για τα αγόρια, αλλά με δασκάλα γυναίκα και χωρίς την σπαρτιατική αυστηρότητα. Αναφέρει δύο μιμικούς χορούς που θεωρεί κατάλληλους για την εκπαίδευση των νέων και των νεανίδων: τον ενόπλιο χορό των Κουρητών και τον σπαρτιατικό χορό των Διοσκούρων.

Ο χορός που αναφέρεται συχνότερα στα αρχαία κείμενα είναι η Πυρρίχη, που κατά τον Πλάτωνα είναι πιστή μίμηση των κινήσεων του οπλίτη στην μάχη: κινείται πλαγίως για να αποφύγει το χτύπημα του αντιπάλου, υποχωρεί για να πάρει φόρα, εφορμά με μεγάλο πήδημα, σκύβει για να δώσει μικρό στόχο. Ανάμεσα στους διάφορους ενόπλιους χορούς των οποίων γνωρίζουμε τις ονομασίες (όπως η επικήδεια «Πρύλις», ή ο κρητικός «Ορσίτης» ή οι θορυβώδεις χοροί των Κουρητών και των Κορυβάντων) φαίνεται πως το χαρακτηριστικό της Πυρρίχης ήταν η τυποποίηση των επιθετικών και αμυντικών κινήσεων, για εκπαιδευτικούς κυρίως λόγους. Αργότερα μαθαίνουμε πως εξελίχτηκε σε θεαματικό χορό με βακχικά στοιχεία, μέχρι που έχασε κάθε σχέση με την πολεμική του πρέλευση.

Η σημερινή σύνδεση του ποντιακού χορού Σέρα με την αρχαία Πυρρίχη είναι εντελώς αυθαίρετη και αστήρικτη. Η Σέρα είναι ομαδικός χορός με έντονες κινήσεις και απότομες εναλλαγές, ο οποίος καμιά φορά ακολουθεί­ται από έναν άλλο χορό που εκτελείται από δύο μόνο χορευτές και που οι πόντιοι έλεγαν Πιτσάκ-οΐν (στα τουρκικά: μονομαχία με μαχαίρια). Ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο μέρος δικαιολογούν την επιχειρούμενη μετονομασία του χορού αυτού σε «πυρρίχειο». Παρόμοιοι ορμητικοί χοροί συναντώνται στους περισσότερους αρχαϊκούς λαούς, χωρίς αναγκαστικά να είναι πολεμι­κοί. Υπάρχουν ενόπλιοι χοροί όπου τα όπλα χρησιμεύουν στο να κρούονται μεταξύ τους ώστε να παράγουν θόρυβο για να διώξουν τα κακά πνεύματα (αποτροπαιϊκοί χοροί). Υπάρχουν χοροί με πηδήματα, κραυγές και συντονι­σμένες κινήσεις, που ο ρόλος τους είναι να προβάλλουν την συνοχή μιας ανδρικής ομάδας, χωρίς όμως εμφανή στοιχεία μαχητικότητας. Τέλος, είναι παρατηρημένο ότι οι χοροί που απεικονίζουν μια μονομαχία μεταξύ ανδρών πολύ συχνά μεταβάλλονται σε ερωτικούς χορούς όταν χορεύονται από μικτά ζευγάρια, και αντίστροφα.

Άλλος εκπαιδευτικός χορός με τυποποιημένες κινήσεις ήταν οι Γυμνο-παιδείες. Τον φανταζόμαστε σαν κάτι παρόμοιο με τη σημερινή ρυθμική γυμναστική (όχι την αερόμπικ, γιατί ήταν αργός χορός). Ήταν ο κατ' εξοχήν χορός των Λακεδαιμονίων που χορευόταν κάθε χρόνο στην ομώνυμη γιορτή, στο κέντρο της αγοράς της Σπάρτης, που γι' αυτόν τον λόγο ονομαζόταν Χορός. Πρέπει να ήταν ανάλογος χορός με την Πυρρίχη, με την διαφορά ότι εμιμείτο τις κινήσεις του παλαιστή (αντί για του πολεμιστή) και επομένως δεν ήταν ενόπλιος.
Οι δύο προηγούμενοι χοροί εκτελούντο συνήθως από νέους ή και νέες, αλλά χωριστά, με την συνοδεία αυλού. Αντίθετα, ένας άλλος χορός, το Υπόρχημα, χορευόταν από αγόρια και κορίτσια μαζί τραγουδώντας χορικά ποιήματα. Ο Πλούταρχος αναφέρει τον Πίνδαρο σαν συνθέτη παιάνων και υπορχημάτων και γράφει ότι η ποίηση και ο χορός είναι παράλληλες τέχνες, και οι δύο δε συγκλίνουν στο υπόρχημα για να μιμηθούν την πραγματικότητα με κινήσεις και λόγια. Ο Αθήναιος όμως γράφει ότι το Υπόρχημα είναι χορός -παιχνίδι παρόμοιο με τον κωμικό χορό Κόρδακα.
Ο Κόρδαξ είναι χορός της κωμωδίας και κατά γενικήν ομολογία είναι χορός ανάξιος για να εκτελείται από συνετούς άνδρες. Χορεύεται από έναν ή περισσότερους χορευτές χωριστά, με την συνοδεία δίαυλου, με γελοίες και πρόστυχες φιγούρες. Ανάλογος χορός αλλά υστερότερος, συνδεδεμένος με το σατυρικό δράμα, είναι η Σίκκινις. Πιο γρήγορη από τον Κόρδακα, με θηλυπρεπείς κινήσεις, δεν έχει συμβολικό περιεχόμενο όπως οι άλλοι χοροί. Το τρίτο είδος δράματος, η τραγωδία, έχει τον δικό του χορό που ονομάζεται Εμμέλεια. Πρόκειται μάλλον για έναν τύπο χορών που μιμούνται τα δρώμενα με χειρονομίες εκφραστικές και παραστατικές, αλλά σοβαρές και μετρη­μένες.
Πολλών άλλων χορών γνωρίζουμε μεν τα ονόματα αλλά πολύ λίγα για τον τρόπο που χορεύονταν. Όπως για τον Υμέναιο, γαμήλιο χορό γρήγορο και με πολλά στριφογυρίσματα που τον χόρευε η νύφη με την μητέρα της και τις φίλες της. Τον Γέρανο, που χόρευε ο Θησέας στην Δήλο μαζί με τους νέους που έσωσε από τον Μινώταυρο και που περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα. Τους χορούς που χόρευαν προς τιμήν των νεκρών και των διαφόρων Θεών, τους τοπικούς χορούς, τους βακχικούς, αυτούς που χόρευαν σε διάφορες γιορτές και τελετές στα Παναθήναια, στην Δήλο, στους Δελφούς, στα συμπόσια, στον τρύγο και τόσους άλλους.

Όσο για τις χορευτικές γραμμές, φαίνεται πως κυριαρχούσε ο κύκλος, ανοιχτός, κλειστός ή σε ελικοειδή μορφή. Μόνον ο Αθήναιος αναφέρει σχηματισμό σε στίχους ή σε ζυγούς, καθώς και έναν ανεξήγητο «τετράγωνοχορό». Οι άντρες χόρευαν συνήθως χωριστά από τις γυναίκες και σπάνια «αναμίξ». Στο θέατρο τα μέλη του χορού, όπως όλοι οι ηθοποιοί, ήταν μόνον άντρες. Οι γυναίκες χόρευαν γυναικείους χορούς όταν βρίσκονταν μεταξύ τους και διονυσιακούς χορούς στις οργιαστικές βακχικές γιορτές. Οι χορευτές ήταν πάντα ερασιτέχνες, εκτός από αυτούς που χόρευαν στα συμπόσια για να διασκεδάσουν τους συνδαιτημόνες, και εθεωρούντο πολύ κατώτεροι κοινωνικά.